ὡριμάζω: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orimazo | |Transliteration C=orimazo | ||
|Beta Code=w(rima/zw | |Beta Code=w(rima/zw | ||
|Definition=(ὥριμος) | |Definition=([[ὥριμος]]) ''Glossaria'' on [[ὑποπερκάζω]], Sch.Od.7.126. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1414.png Seite 1414]] reisen, Schol. Od. 2, 126. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὡριμάζω]], ΝΜΑ, και διαλ. τ. [[γουρμάζω]] Ν [[ὥριμος]]<br />(για καρπούς) [[γίνομαι]] ώριμος, [[μεστώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[φτάνω]] στην [[ακμή]] της ηλικίας μου και, συνεκδ., [[ενηλικιώνομαι]]<br />β) [[αποκτώ]] την [[ικανότητα]] να [[κρίνω]] και να [[αποφασίζω]] με [[σοβαρότητα]] και [[υπευθυνότητα]]<br />γ) (για αποστήματα) [[φτάνω]] στο [[σημείο]] να διαρραγώ και να πυορρήσω. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὡρῐμάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ὥριμος]]) [[γίνομαι]] [[ὥριμος]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 126. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:08, 25 August 2023
English (LSJ)
(ὥριμος) Glossaria on ὑποπερκάζω, Sch.Od.7.126.
German (Pape)
[Seite 1414] reisen, Schol. Od. 2, 126.
Greek Monolingual
ὡριμάζω, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γουρμάζω Ν ὥριμος
(για καρπούς) γίνομαι ώριμος, μεστώνω
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) α) φτάνω στην ακμή της ηλικίας μου και, συνεκδ., ενηλικιώνομαι
β) αποκτώ την ικανότητα να κρίνω και να αποφασίζω με σοβαρότητα και υπευθυνότητα
γ) (για αποστήματα) φτάνω στο σημείο να διαρραγώ και να πυορρήσω.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρῐμάζω: μέλλ. -άσω, (ὥριμος) γίνομαι ὥριμος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 126.