σκάσιμο: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] σε [[μήκος]] της επιφάνειας στερεού σώματος, [[σχισμή]], [[ρωγμή]], [[σκασιματιά]] (α. «το [[σκάσιμο]] του τοίχου» β. «το [[σκάσιμο]] του εδάφους από τη [[ζέστη]] και την [[ξηρασία]]» γ. «το [[σκάσιμο]] του δέρματος από το [[κρύο]] και τον αέρα»)<br /><b>2.</b> [[ρήξη]], [[διάρρηξη]] της επιφάνειας στερεού σώματος που συνοδεύεται από δυνατό θόρυβο, [[έκρηξη]] («το [[σκάσιμο]] της βόμβας»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μεγάλη]] [[στενοχώρια]], [[σκασίλα]]<br />β) [[λαθραία]] [[φυγή]], [[δραπέτευση]], [[απόδραση]]<br />γ) αδικαιολόγητη [[απουσία]] από [[μάθημα]], [[εργασία]] ή [[άλλη]] [[ενασχόληση]], [[κοπάνα]], [[σκασιαρχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>σκασ</i>-<i>α</i> του [[σκάω]] / [[σκάζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ( | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] σε [[μήκος]] της επιφάνειας στερεού σώματος, [[σχισμή]], [[ρωγμή]], [[σκασιματιά]] (α. «το [[σκάσιμο]] του τοίχου» β. «το [[σκάσιμο]] του εδάφους από τη [[ζέστη]] και την [[ξηρασία]]» γ. «το [[σκάσιμο]] του δέρματος από το [[κρύο]] και τον αέρα»)<br /><b>2.</b> [[ρήξη]], [[διάρρηξη]] της επιφάνειας στερεού σώματος που συνοδεύεται από δυνατό θόρυβο, [[έκρηξη]] («το [[σκάσιμο]] της βόμβας»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μεγάλη]] [[στενοχώρια]], [[σκασίλα]]<br />β) [[λαθραία]] [[φυγή]], [[δραπέτευση]], [[απόδραση]]<br />γ) αδικαιολόγητη [[απουσία]] από [[μάθημα]], [[εργασία]] ή [[άλλη]] [[ενασχόληση]], [[κοπάνα]], [[σκασιαρχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>σκασ</i>-<i>α</i> του [[σκάω]] / [[σκάζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[γράψιμο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:17, 11 May 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. άνοιγμα σε μήκος της επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο του τοίχου» β. «το σκάσιμο του εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο του δέρματος από το κρύο και τον αέρα»)
2. ρήξη, διάρρηξη της επιφάνειας στερεού σώματος που συνοδεύεται από δυνατό θόρυβο, έκρηξη («το σκάσιμο της βόμβας»)
3. μτφ. α) μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα
β) λαθραία φυγή, δραπέτευση, απόδραση
γ) αδικαιολόγητη απουσία από μάθημα, εργασία ή άλλη ενασχόληση, κοπάνα, σκασιαρχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκασ- του αορ. έ-σκασ-α του σκάω / σκάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].