τελαμώνας: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(40)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[τελαμών]], -ῶνος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τελαμών]] Ν, και [[ταλαμών]] Α<br /><b>1.</b> [[λουρί]] [[συνήθως]] από [[δέρμα]] ή ύφασμα για την [[ανάρτηση]] από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («[[ξίφος]] σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Τελαμών</i><br />α) [[γιος]] του Αμακού και της Ενδηίδος, [[αδελφός]] του Πηλέως και [[πατέρας]] του Αίαντος και του Τεύκρου<br />β) [[ονομασία]] αστέρων του αστερισμού του Ωρίωνα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φυσιγγιοθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] για [[επίδεση]] τραυμάτων («ἀμφὶ τραύματ'... τελαμῶνας βαλεῑν», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[ταινία]] για [[επίδεση]] μούμιας<br /><b>3.</b> [[κορδέλα]] για τα μαλλιά («πλοκάμων τελεμῶνα», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βάση]] στήλης ή αγάλματος («ἁ [[στάλα]] καὶ ὁ τελαμὼν ἱερὰ τᾱς Ἥρας», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[στήλη]] («ἀναγράψαντα τὸ [[ψήφισμα]] εἰς τελαμῶνα λευκοῡ λίθου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Τελαμῶνες</i><br />ανδριάντες που χρησίμευαν [[αντί]] για κίονες σε [[οικοδόμημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τελα</i>-<i>μών</i> έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>τελᾶ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>tel</i>- «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]], εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κευθ</i>-<i>μών</i>, <i>λει</i>-<i>μών</i>) και έχει, [[επομένως]], αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει», από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. της λέξης].
|mltxt=ο / [[τελαμών]], τελαμῶνος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τελαμών]] Ν, και [[ταλαμών]] Α<br /><b>1.</b> [[λουρί]] [[συνήθως]] από [[δέρμα]] ή ύφασμα για την [[ανάρτηση]] από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («[[ξίφος]] σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Τελαμών</i><br />α) [[γιος]] του Αμακού και της Ενδηίδος, [[αδελφός]] του Πηλέως και [[πατέρας]] του Αίαντος και του Τεύκρου<br />β) [[ονομασία]] αστέρων του αστερισμού του Ωρίωνα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φυσιγγιοθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] για [[επίδεση]] τραυμάτων («ἀμφὶ τραύματ'... τελαμῶνας βαλεῖν», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[ταινία]] για [[επίδεση]] μούμιας<br /><b>3.</b> [[κορδέλα]] για τα μαλλιά («πλοκάμων τελεμῶνα», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βάση]] στήλης ή αγάλματος («ἁ [[στάλα]] καὶ ὁ τελαμὼν ἱερὰ τᾱς Ἥρας», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[στήλη]] («ἀναγράψαντα τὸ [[ψήφισμα]] εἰς τελαμῶνα λευκοῦ λίθου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Τελαμῶνες</i><br />ανδριάντες που χρησίμευαν [[αντί]] για κίονες σε [[οικοδόμημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τελα</i>-<i>μών</i> έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>τελᾶ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>tel</i>- «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]], εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. [[κευθμών]], [[λειμών]]) και έχει, [[επομένως]], αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει», από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. της λέξης].
}}
}}

Latest revision as of 21:20, 12 November 2024

Greek Monolingual

ο / τελαμών, τελαμῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α
1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.)
2. ως κύριο όν. Τελαμών
α) γιος του Αμακού και της Ενδηίδος, αδελφός του Πηλέως και πατέρας του Αίαντος και του Τεύκρου
β) ονομασία αστέρων του αστερισμού του Ωρίωνα
νεοελλ.
φυσιγγιοθήκη
αρχ.
1. επίδεσμος για επίδεση τραυμάτων («ἀμφὶ τραύματ'... τελαμῶνας βαλεῖν», Ευ ρ.)
2. ταινία για επίδεση μούμιας
3. κορδέλα για τα μαλλιά («πλοκάμων τελεμῶνα», Νόνν.)
4. βάση στήλης ή αγάλματος («ἁ στάλα καὶ ὁ τελαμὼν ἱερὰ τᾱς Ἥρας», επιγρ.)
5. στήλη («ἀναγράψαντα τὸ ψήφισμα εἰς τελαμῶνα λευκοῦ λίθου», επιγρ.)
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Τελαμῶνες
ανδριάντες που χρησίμευαν αντί για κίονες σε οικοδόμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τελα-μών έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη μορφή τελᾶ- της ΙΕ ρίζας tel- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν, εμφανίζει επίθημα -μων (πρβλ. κευθμών, λειμών) και έχει, επομένως, αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει», από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. της λέξης].