τελαμώνας

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source

Greek Monolingual

ο / τελαμών, τελαμῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α
1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.)
2. ως κύριο όν. Τελαμών
α) γιος του Αμακού και της Ενδηίδος, αδελφός του Πηλέως και πατέρας του Αίαντος και του Τεύκρου
β) ονομασία αστέρων του αστερισμού του Ωρίωνα
νεοελλ.
φυσιγγιοθήκη
αρχ.
1. επίδεσμος για επίδεση τραυμάτων («ἀμφὶ τραύματ'... τελαμῶνας βαλεῖν», Ευ ρ.)
2. ταινία για επίδεση μούμιας
3. κορδέλα για τα μαλλιά («πλοκάμων τελεμῶνα», Νόνν.)
4. βάση στήλης ή αγάλματος («ἁ στάλα καὶ ὁ τελαμὼν ἱερὰ τᾱς Ἥρας», επιγρ.)
5. στήλη («ἀναγράψαντα τὸ ψήφισμα εἰς τελαμῶνα λευκοῦ λίθου», επιγρ.)
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Τελαμῶνες
ανδριάντες που χρησίμευαν αντί για κίονες σε οικοδόμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τελα-μών έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη μορφή τελᾶ- της ΙΕ ρίζας tel- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω» (βλ. λ. τάλας) με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν, εμφανίζει επίθημα -μων (πρβλ. κευθμών, λειμών) και έχει, επομένως, αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει», από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. της λέξης].