τρύχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τρύχος]], -εος και -ους, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]] τριμμένο, [[ράκος]], [[κουρέλι]]<br /><b>2.</b> [[σχίσμα]], [[κομμάτι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τρύχη</i><br />τα κουρέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρυχ</i>- του ρ. [[τρύχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών σιγμόληκτων ουδ. (<b>πρβλ.</b> <i>λαῖφ</i>-<i>ος</i>)].
|mltxt=και [[τρύχος]], -εος και -ους, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]] τριμμένο, [[ράκος]], [[κουρέλι]]<br /><b>2.</b> [[σχίσμα]], [[κομμάτι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τρύχη</i><br />τα κουρέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρυχ</i>- του ρ. [[τρύχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών σιγμόληκτων ουδ. ([[πρβλ]]. [[λαῖφος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

και τρύχος, -εος και -ους, τὸ, Α
1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι
2. σχίσμα, κομμάτι
3. στον πληθ. τὰ τρύχη
τα κουρέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ- του ρ. τρύχω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφος)].