φθαρτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(45)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fthartikos
|Transliteration C=fthartikos
|Beta Code=fqartiko/s
|Beta Code=fqartiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">destructive</b>, c. gen., <b class="b3">φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία</b> one of another, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>192a21</span>; ἡ κακία φ. ἀρχῆς <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1140b19</span>; πόλεως φ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1281a20</span>: abs., <span class="bibl">Id.<span class="title">Po.</span>1452b11</span>; opp. <b class="b3">ποιητικός, γενητικός</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>114b17</span>, <span class="bibl">124a25</span>; ζῷα οὐ φ. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.11</span>; φ. φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; <b class="b3">φάρμακα</b> <b class="b2">deadly</b> poisons, Dsc.3.45; <b class="b3">ἐμβρύων φ</b>., v. l. for <b class="b3">φθόριος</b>, Id.2 166, cf. 1.105; φ. δύναμις Gal.11.764. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>153b32</span>.</span>
|Definition=φθαρτική, φθαρτικόν, [[destructive]], c. gen., <b class="b3">φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία</b> one of another, Arist.''Ph.''192a21; ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.''EN''1140b19; πόλεως φ. Id.''Pol.''1281a20: abs., Id.''Po.''1452b11; opp. [[ποιητικός]], [[γενητικός]], Id.''Top.''114b17, 124a25; ζῷα οὐ φ. Porph.''Abst.''1.11; φθαρτικὰ φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; [[φάρμακα]] [[deadly]] [[poison]]s, Dsc.3.45; <b class="b3">ἐμβρύων φθαρτικός</b>, [[varia lectio|v.l.]] for [[φθόριος]], Id.2 166, cf. 1.105; φθαρτικὴ δύναμις Gal.11.764. Adv. [[φθαρτικῶς]] Arist.''Top.''153b32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1270.png Seite 1270]] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; [[μανία]] [[ἕξις]] φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ [[κακία]] φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1270.png Seite 1270]] [[verderbend]], [[verderblich]], [[schädlich]], [[tödtlich]]; [[μανία]] [[ἕξις]] φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ [[κακία]] φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.
}}
{{ls
|lstext='''φθαρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ [[γεννητικός]], [[ποιητικός]], [[μετὰ]] γεν., φθαρτικὰ [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ [[κακία]] φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 7. 3, 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à corrompre <i>ou</i> à détruire, gén..<br />'''Étymologie:''' [[φθείρω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à corrompre <i>ou</i> à détruire, gén..<br />'''Étymologie:''' [[φθείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθαρτικός:''' [[разрушающий]], [[уничтожающий]], [[гибельный]] (φαρμακεῖαι Plut.): φθαρτικὰ [[ἀλλήλων]] τὰ [[ἐναντία]] Arst. противоположности уничтожают друг друга.
}}
{{ls
|lstext='''φθαρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ [[γεννητικός]], [[ποιητικός]], μετὰ γεν., φθαρτικὰ [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ [[κακία]] φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 7. 3, 7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φθαρτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[βλαβερός]], [[ολέθριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[φθαρτογενής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φθαρτικώς]] / <i>φθαρτικῶς</i>, ΝΑ, και <i>φθαρτικά</i> Ν<br />με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθαρ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[φθείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>).
|mltxt=-ή, -ό / [[φθαρτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[βλαβερός]], [[ολέθριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[φθαρτογενής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φθαρτικώς]] / <i>φθαρτικῶς</i>, ΝΑ, και <i>φθαρτικά</i> Ν<br />με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθαρ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[φθείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''φθαρτικός:''' -ή, -όν, [[καταστρεπτικός]] σε, <i>τινος</i>, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φθαρτικός]], ή, όν<br />[[destructive]] of, τινος Arist.
}}
}}

Latest revision as of 16:37, 14 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθαρτικός Medium diacritics: φθαρτικός Low diacritics: φθαρτικός Capitals: ΦΘΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phthartikós Transliteration B: phthartikos Transliteration C: fthartikos Beta Code: fqartiko/s

English (LSJ)

φθαρτική, φθαρτικόν, destructive, c. gen., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία one of another, Arist.Ph.192a21; ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.EN1140b19; πόλεως φ. Id.Pol.1281a20: abs., Id.Po.1452b11; opp. ποιητικός, γενητικός, Id.Top.114b17, 124a25; ζῷα οὐ φ. Porph.Abst.1.11; φθαρτικὰ φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; φάρμακα deadly poisons, Dsc.3.45; ἐμβρύων φθαρτικός, v.l. for φθόριος, Id.2 166, cf. 1.105; φθαρτικὴ δύναμις Gal.11.764. Adv. φθαρτικῶς Arist.Top.153b32.

German (Pape)

[Seite 1270] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; μανία ἕξις φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ κακία φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à corrompre ou à détruire, gén..
Étymologie: φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

φθαρτικός: разрушающий, уничтожающий, гибельный (φαρμακεῖαι Plut.): φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία Arst. противоположности уничтожают друг друга.

Greek (Liddell-Scott)

φθαρτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ γεννητικός, ποιητικός, μετὰ γεν., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ κακία φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 7. 3, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθαρτικός, -ή, -όν, ΝΑ
βλαβερός, ολέθριος
νεοελλ.
ιατρ. φθαρτογενής.
επίρρ...
φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν
με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -τικός).

Greek Monotonic

φθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός σε, τινος, σε Αριστ.

Middle Liddell

φθαρτικός, ή, όν
destructive of, τινος Arist.