Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀΐτας: Difference between revisions

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
(2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aitas
|Transliteration C=aitas
|Beta Code=a)i/+tas
|Beta Code=a)i/+tas
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ὁ</b>, Dor. word for <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a beloved youth</b>, answering to <b class="b3">εἰσπνήλας</b> or <b class="b3">εἴσπνηλος</b> (the lover), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>738</span> (fort. Eratosth.), <span class="bibl">Theoc.12.14</span> (<b class="b3">αἴτης</b>, said to be a Thessalian word), cj. in <span class="bibl">23.63</span>; generally, <b class="b2">lover</b>, <b class="b3">Χρύσας</b> (sc. <b class="b3">Ἀθανᾶς</b>) δ' ἀΐτας <span class="bibl">Dosiad.<span class="title">Ara</span>5</span>, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. <span class="bibl">Alcm.125</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ὁ, Dor. word for a [[beloved]] [[youth]], answering to [[εἰσπνήλας]] or [[εἴσπνηλος]] (the lover), Ar.''Fr.''738 (fort. Eratosth.), Theoc.12.14 ([[αἴτης]], said to be a Thessalian word), cj. in 23.63; generally, [[lover]], [[Χρύσας]] (''[[sc.]]'' [[Ἀθανᾶς]]) δ' ἀΐτας Dosiad.''Ara''5, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. Alcm.125.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> -εω, <i>acc.</i> -αν (ὁ) :<br /><i>terme dor.</i><br />[[jeune homme aimé]], [[éromène]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert., pê de [[ἀΐω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀΐτας''': [ῑ], ὁ, Δωρ. [[λέξις]] ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ [[ἐρώμενος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ [[ἐραστής]], ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 ([[ἔνθα]] ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι [[εἶναι]] Θεσσαλική [[λέξις]]), 23, 63, [[ὅπου]] ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ [[ὔμμες]] ἀίτας»· [[ὡσαύτως]] [[καθόλου]], [[ἐραστής]], Χρύσας δ’ [[ἀΐτας]], Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ [[ἄημι]]· πρβλ. εἰσπνήλας).
|lstext='''ἀΐτας''': [ῑ], ὁ, Δωρ. [[λέξις]] ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ [[ἐρώμενος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ [[ἐραστής]], ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 ([[ἔνθα]] ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι [[εἶναι]] Θεσσαλική [[λέξις]]), 23, 63, [[ὅπου]] ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ [[ὔμμες]] ἀίτας»· [[ὡσαύτως]] [[καθόλου]], [[ἐραστής]], Χρύσας δ’ [[ἀΐτας]], Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ [[ἄημι]]· πρβλ. εἰσπνήλας).
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> -εω, <i>acc.</i> -αν (ὁ) :<br /><i>terme dor.</i><br />jeune homme aimé, éromène.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert., pê de [[ἀΐω]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, -ιδος) (Α)<br />([[λέξη]] της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)<br /><b>1.</b> ο [[νέος]] που αγαπιέται, ο [[ερωμένος]], σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[εἰσπνήλας]] ή [[εἴσπνηλος]] (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εραστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ἐνηής]] «[[ήπιος]], [[ευμενής]]» (από <i>ἦος</i>, το <span style="color: red;"><</span> <i>ἆ</i>(<i>F</i>)<i>ος</i><br />[[ήτοι]] <i>ἀίτας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>(<i>F</i>)-<i>ίτᾶς</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>ἀίω</i> «[[ακούω]]»].
|mltxt=ἀίτας, ο (θηλ. ἀῖτις, -ιδος) (Α)<br />([[λέξη]] της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)<br /><b>1.</b> ο [[νέος]] που αγαπιέται, ο [[ερωμένος]], σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[εἰσπνήλας]] ή [[εἴσπνηλος]] (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εραστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ἐνηής]] «[[ήπιος]], [[ευμενής]]» (από <i>ἦος</i>, το <span style="color: red;"><</span> <i>ἆ</i>(<i>F</i>)<i>ος</i><br />[[ήτοι]] <i>ἀίτας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>(<i>F</i>)-<i>ίτᾶς</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>ἀίω</i> «[[ακούω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀΐτας:''' [ῑ], ὁ (ἀΐω), Δωρ. [[λέξη]] που λέγεται για πολυαγαπημένο νεαρό, ερώμενο έφηβο, [[ευνοούμενος]], [[αγαπημένος]], σε Θεόκρ.· γενικά, ο [[εραστής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀΐτας:''' [ῑ], ὁ (ἀΐω), Δωρ. [[λέξη]] που λέγεται για πολυαγαπημένο νεαρό, ερώμενο έφηβο, [[ευνοούμενος]], [[αγαπημένος]], σε Θεόκρ.· γενικά, ο [[εραστής]], σε Ανθ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[eromenos]] (Ar.); <b class="b3">ἀείταν τὸν ἑταῖρον</b>. <b class="b3">Ἀριστοφάνης δε τὸν ἐρώμενον</b> (Ar. fr. 738; Theocr. 12, 14 where it is called Thessalian. Also a fish (Pap. Tebt. 701, 44).<br />Other forms: Fem. [[ἀῖτις]] Hdn. Gr. Alcm. 34 Page.<br />Dialectal forms: A Dorian or Thessalian word.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: From [[ἀίω]] Diels Hermes 31, 372 and Bechtel Gr. Dial. 1, 201. Cf. Arena RFIC 96, 1968, 257f.
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐτας Medium diacritics: ἀΐτας Low diacritics: αΐτας Capitals: ΑΪΤΑΣ
Transliteration A: aḯtas Transliteration B: aitas Transliteration C: aitas Beta Code: a)i/+tas

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, Dor. word for a beloved youth, answering to εἰσπνήλας or εἴσπνηλος (the lover), Ar.Fr.738 (fort. Eratosth.), Theoc.12.14 (αἴτης, said to be a Thessalian word), cj. in 23.63; generally, lover, Χρύσας (sc. Ἀθανᾶς) δ' ἀΐτας Dosiad.Ara5, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. Alcm.125.

French (Bailly abrégé)

gén. -εω, acc. -αν (ὁ) :
terme dor.
jeune homme aimé, éromène.
Étymologie: DELG étym. incert., pê de ἀΐω¹.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐτας: [ῑ], ὁ, Δωρ. λέξις ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ ἐρώμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ ἐραστής, ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 (ἔνθα ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι εἶναι Θεσσαλική λέξις), 23, 63, ὅπου ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ ὔμμες ἀίτας»· ὡσαύτως καθόλου, ἐραστής, Χρύσας δ’ ἀΐτας, Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ ἄημι· πρβλ. εἰσπνήλας).

Greek Monolingual

ἀίτας, ο (θηλ. ἀῖτις, -ιδος) (Α)
(λέξη της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)
1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)
2. (γενικά) εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. < ἐνηής «ήπιος, ευμενής» (από ἦος, το < (F)ος
ήτοι ἀίτας < α(F)-ίτᾶς) ή < ἀίω «ακούω»].

Greek Monotonic

ἀΐτας: [ῑ], ὁ (ἀΐω), Δωρ. λέξη που λέγεται για πολυαγαπημένο νεαρό, ερώμενο έφηβο, ευνοούμενος, αγαπημένος, σε Θεόκρ.· γενικά, ο εραστής, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: eromenos (Ar.); ἀείταν τὸν ἑταῖρον. Ἀριστοφάνης δε τὸν ἐρώμενον (Ar. fr. 738; Theocr. 12, 14 where it is called Thessalian. Also a fish (Pap. Tebt. 701, 44).
Other forms: Fem. ἀῖτις Hdn. Gr. Alcm. 34 Page.
Dialectal forms: A Dorian or Thessalian word.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From ἀίω Diels Hermes 31, 372 and Bechtel Gr. Dial. 1, 201. Cf. Arena RFIC 96, 1968, 257f.