κολλητός: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kollitos | |Transliteration C=kollitos | ||
|Beta Code=kollhto/s | |Beta Code=kollhto/s | ||
|Definition= | |Definition=κολλητή, κολλητόν,<br><span class="bld">A</span> [[glued together]], [[closely joined]], [[θύραι]], [[σανίδες]], Od. 23.194, 21.164; [[ἅρμα]], [[δίφρος]], [[ξυστόν]], Il.4.366, 19.395, 15.678; ὄχοι E.''Hipp.''1225; ὕδασι καὶ γῇ κ. [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 279e; [[ὑποκρητηρίδιον]] [[with figures welded]] on, [[Herodotus|Hdt.]]1.25, cf. Paus.10.16.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1473.png Seite 1473]] zusammengeleimt, -gekittet, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1473.png Seite 1473]] zusammengeleimt, -gekittet, [[fest verbunden]]; σανίδες Od. 21, 164; θύραι 23, 194; ἅρματα, [[δίφρος]], Il. 4, 368. 19, 395, wie [[ὄχος]] Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. [[κολλήεις]]. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />[[bien ajusté]].<br />'''Étymologie:''' *κολλέω, de *κολλός, v. [[κολλήεις]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br />[[collé]], [[soudé]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κολλάω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κολλητός -ή -όν [κόλλα] vastgelijmd, stevig verbonden:; κολλητὰς δ’ ἐπέθηκα θύρας en ik zette er een stevig gevoegde deur voor Od. 23.194; κολλητοὶ ὄχοι stevig gebouwde wagen Eur. Hipp. 1225; gesoldeerd:. ἀνέθηκε... ὑποκρητηρίδιον σιδήρεον κολλητόν hij gaf als wijgeschenk een klein gesoldeerd ijzerenvoetstuk Hdt. 1.25.2. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κολλητός:'''<br /><b class="num">1</b> [[крепко склеенный]], [[сколоченный]] или [[сбитый]] (θύραι, [[δίφρος]], ἅρματα, σανίδες Hom.; ὄχοι Eur.): κ. [[ὕδασι]] καὶ γῇ Plat. скрепленный мокрой глиной;<br /><b class="num">2</b> [[покрытый насечками]], [[инкрустированный]] ([[ὑποκρητηρίδιον]] Her.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[κολλάω]]): joined, wellcompacted or ‘[[shod]],’ [[with]] bands or [[otherwise]], [[δίφρος]], σανίδες, Il. 19.395, Ι , Od. 23.194. | |auten=([[κολλάω]]): joined, wellcompacted or ‘[[shod]],’ [[with]] bands or [[otherwise]], [[δίφρος]], σανίδες, Il. 19.395, Ι, Od. 23.194. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολλητός]], -ή, -όν) [[κολλώ]]<br />αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κολλητός]], -ή, -όν) [[κολλώ]]<br />αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[κολλητός]], <i>η κολλητή</i><br />πολύ [[στενός]] [[φίλος]], [[αχώριστος]] [[σύντροφος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />συνεχόμενος, [[πλαϊνός]], [[διπλανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κολλητά</i><br />([[ιδίως]] για ακίνητα) συνεχόμενα, [[δίπλα]] [[δίπλα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κολλητός:''' -ή, -όν ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> κολλημένος με κάποιον, [[στενά]] συνδεδεμένος, [[σφιχτά]] προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[υποστήριγμα]] συγκολλημένο με τον <i>κρατήρα</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κολλητός:''' -ή, -όν ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> κολλημένος με κάποιον, [[στενά]] συνδεδεμένος, [[σφιχτά]] προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[υποστήριγμα]] συγκολλημένο με τον <i>κρατήρα</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κολλητός''': -ή, -όν, ([[κολλάω]]) συγκεκολλημένος, [[καλῶς]] κατεσκευασμένος, ὡς τὸ [[εὐποίητος]], [[εὔπηκτος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[εἶναι]] ἢ [[ὑποστήριγμα]] κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ ([[ἴσως]]) [[ὑποστήριγμα]] συγκεκολλημένον μετὰ τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. [[κόλλησις]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κολλητός]], ή, όν [[κολλάω]]<br /><b class="num">I.</b> glued [[together]], [[closely]] joined, well-framed, Hom., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν a [[stand]] [[welded]] to the [[κρητήρ]], Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
κολλητή, κολλητόν,
A glued together, closely joined, θύραι, σανίδες, Od. 23.194, 21.164; ἅρμα, δίφρος, ξυστόν, Il.4.366, 19.395, 15.678; ὄχοι E.Hipp.1225; ὕδασι καὶ γῇ κ. Pl.Plt. 279e; ὑποκρητηρίδιον with figures welded on, Hdt.1.25, cf. Paus.10.16.1.
German (Pape)
[Seite 1473] zusammengeleimt, -gekittet, fest verbunden; σανίδες Od. 21, 164; θύραι 23, 194; ἅρματα, δίφρος, Il. 4, 368. 19, 395, wie ὄχος Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. κολλήεις. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
bien ajusté.
Étymologie: *κολλέω, de *κολλός, v. κολλήεις.
2ή, όν :
collé, soudé.
Étymologie: adj. verb. de κολλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολλητός -ή -όν [κόλλα] vastgelijmd, stevig verbonden:; κολλητὰς δ’ ἐπέθηκα θύρας en ik zette er een stevig gevoegde deur voor Od. 23.194; κολλητοὶ ὄχοι stevig gebouwde wagen Eur. Hipp. 1225; gesoldeerd:. ἀνέθηκε... ὑποκρητηρίδιον σιδήρεον κολλητόν hij gaf als wijgeschenk een klein gesoldeerd ijzerenvoetstuk Hdt. 1.25.2.
Russian (Dvoretsky)
κολλητός:
1 крепко склеенный, сколоченный или сбитый (θύραι, δίφρος, ἅρματα, σανίδες Hom.; ὄχοι Eur.): κ. ὕδασι καὶ γῇ Plat. скрепленный мокрой глиной;
2 покрытый насечками, инкрустированный (ὑποκρητηρίδιον Her.).
English (Autenrieth)
(κολλάω): joined, wellcompacted or ‘shod,’ with bands or otherwise, δίφρος, σανίδες, Il. 19.395, Ι, Od. 23.194.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κολλητός, -ή, -όν) κολλώ
αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή
πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος
νεοελλ.-μσν.
συνεχόμενος, πλαϊνός, διπλανός
αρχ.
ο καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός.
επίρρ...
κολλητά
(ιδίως για ακίνητα) συνεχόμενα, δίπλα δίπλα.
Greek Monotonic
κολλητός: -ή, -όν (κολλάω)·
I. κολλημένος με κάποιον, στενά συνδεδεμένος, σφιχτά προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.
II. ὑποκρητηρίδιον κολλητόν, υποστήριγμα συγκολλημένο με τον κρατήρα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κολλητός: -ή, -όν, (κολλάω) συγκεκολλημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ εὐποίητος, εὔπηκτος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, ὑποκρητηρίδιον κολλητόν, εἶναι ἢ ὑποστήριγμα κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ (ἴσως) ὑποστήριγμα συγκεκολλημένον μετὰ τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. κόλλησις.
Middle Liddell
κολλητός, ή, όν κολλάω
I. glued together, closely joined, well-framed, Hom., Eur., etc.
II. ὑποκρητηρίδιον κολλητόν a stand welded to the κρητήρ, Hdt.