ἀνθρώπιον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(3)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] τό, dim. von [[ἄνθρωπος]], Menschlein, meist im verächtlichen Sinne, Eur. Cycl. 184; Xen. τὰ πονηρὰ ἀνθρ. Mem. 2, 3, 16; Dam. lg, 242; Luc. Nigr. 13; μικρόν Anaxandr. Ath. VI, 242 d (v. 3).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] τό, dim. von [[ἄνθρωπος]], Menschlein, meist im verächtlichen Sinne, Eur. Cycl. 184; Xen. τὰ πονηρὰ ἀνθρ. Mem. 2, 3, 16; Dam. lg, 242; Luc. Nigr. 13; μικρόν Anaxandr. Ath. VI, 242 d (v. 3).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[petit homme]].<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἄνθρωπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρώπιον:''' τό [[человечек]], [[человечишко]] Eur., Arph., Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρώπιον''': τὸ = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Κύκλ. 185, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 15· [[ἀνθρωπάριον]], πρόστυχος, ὁ αὐτ. Κύρ. 5.1, 14, πρβλ. Ἀπομ. 2.3, 16, Δημ. 307. 23· ἐλεεινὸς [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 263.
|lstext='''ἀνθρώπιον''': τὸ = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Κύκλ. 185, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 15· [[ἀνθρωπάριον]], πρόστυχος, ὁ αὐτ. Κύρ. 5.1, 14, πρβλ. Ἀπομ. 2.3, 16, Δημ. 307. 23· ἐλεεινὸς [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 263.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit homme.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἄνθρωπος]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 16: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρώπιον:''' τό, υποκορ. του [[ἄνθρωπος]], [[ανθρωπάριο]], Λατ. [[homuncio]], σε Ευρ., Ξεν.· [[ελεεινός]] [[άνθρωπος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνθρώπιον:''' τό, υποκορ. του [[ἄνθρωπος]], [[ανθρωπάριο]], Λατ. [[homuncio]], σε Ευρ., Ξεν.· [[ελεεινός]] [[άνθρωπος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dim. of [[ἄνθρωπος]], a [[manikin]], Lat. [[homuncio]], Eur., Xen.: a [[paltry]] [[fellow]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 234] τό, dim. von ἄνθρωπος, Menschlein, meist im verächtlichen Sinne, Eur. Cycl. 184; Xen. τὰ πονηρὰ ἀνθρ. Mem. 2, 3, 16; Dam. lg, 242; Luc. Nigr. 13; μικρόν Anaxandr. Ath. VI, 242 d (v. 3).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit homme.
Étymologie: dim. de ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρώπιον: τό человечек, человечишко Eur., Arph., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρώπιον: τὸ = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Κύκλ. 185, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 15· ἀνθρωπάριον, πρόστυχος, ὁ αὐτ. Κύρ. 5.1, 14, πρβλ. Ἀπομ. 2.3, 16, Δημ. 307. 23· ἐλεεινὸς ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 263.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 dim. hombrecillo E.Cyc.185, Anaxandr.34
c. sent. despect. ὦ πόνηρ' ἀνθρώπια Ar.Pax 263, cf. X.Mem.2.3.16, Cyr.5.1.14, D.18.242, Luc.Icar.29, M.Ant.9.29, Philostr.VS 587.
2 esclavo, PLond.406.6 (IV d.C.).

Greek Monolingual

ἀνθρώπιον, το (Α)
ανθρωπάκι, τιποτένιος άνθρωπος, αχρείος.

Greek Monotonic

ἀνθρώπιον: τό, υποκορ. του ἄνθρωπος, ανθρωπάριο, Λατ. homuncio, σε Ευρ., Ξεν.· ελεεινός άνθρωπος, σε Ξεν.

Middle Liddell

Dim. of ἄνθρωπος, a manikin, Lat. homuncio, Eur., Xen.: a paltry fellow, Xen.