φοινικόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
(6)
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikopteros
|Transliteration C=foinikopteros
|Beta Code=foiniko/pteros
|Beta Code=foiniko/pteros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">red-feathered</b>: as Subst., <b class="b3">φ., ὁ,</b> <b class="b2">flamingo, Phoenicopterus antiquorum</b> <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>273</span> (troch.); also ὄρνις φ. <span class="bibl">Cratin. 114</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[φοῖνιξ]] <span class="bibl">111.4</span>, Ps.-Dsc.4.43.</span>
|Definition=φοινικόπτερον,<br><span class="bld">A</span> [[red-feathered]]: as [[substantive]], φοινικόπτερος, ὁ, [[flamingo]], [[Phoenicopterus antiquorum]] [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''273 (troch.); also [[ὄρνις]] φ. Cratin. 114.<br><span class="bld">II</span> = [[φοῖνιξ]] III.4, Ps.-Dsc.4.43.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] mit purpurnen Flügeln; [[ὄρνις]] Cratin. bei Ath. IX, 373 d; ὁ [[φοινικόπτερος]], ein rother Wasservogel, Ar. Av. 275, der Flamingo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] mit purpurnen Flügeln; [[ὄρνις]] Cratin. bei Ath. IX, 373 d; ὁ [[φοινικόπτερος]], ein rother Wasservogel, Ar. Av. 275, der Flamingo.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[aux ailes d'un rouge de pourpre]].<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πτερόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκόπτερος:''' ὁ (''[[sc.]]'' [[ὄρνις]]) [[багрянокрыл]], т. е. [[фламинго]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινῑκόπτερος''': -ον, ὁ ἔχων κόκκινα πτερά, ― [[εἶδος]] πτηνοῦ βιοῦντος παρὰ τὰ ὕδατα, Phoenicopterus, Ἀριστ. Ὄρν. 273, πρβλ. Juvenal. 11. 139· [[ὡσαύτως]], ὄρνιθα φοινικόπτερον Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 4.
|lstext='''φοινῑκόπτερος''': -ον, ὁ ἔχων κόκκινα πτερά, ― [[εἶδος]] πτηνοῦ βιοῦντος παρὰ τὰ ὕδατα, Phoenicopterus, Ἀριστ. Ὄρν. 273, πρβλ. Juvenal. 11. 139· [[ὡσαύτως]], ὄρνιθα φοινικόπτερον Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux ailes d’un rouge de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πτερόν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[φοινικόπτερος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] πτηνού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φοινικοπτερίδες]], το κοινώς [[σήμερα]] γνωστό φλαμίνγκο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κόκκινα φτερά («ὄρνιθα φοινικόπτερον», <b>Κρατίν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i>, «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>λινό</i>-<i>πτερος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πτερος</i>. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phoenicopterus</i>].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, ΜΑ<br />[[ζιζάνιο]] τών σιτηρών, η [[αίρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -<i>οίνικος</i> «[[είδος]] δένδρου» <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>λινό</i>-<i>πτερος</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[φοινικόπτερος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] πτηνού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φοινικοπτερίδες]], το κοινώς [[σήμερα]] γνωστό φλαμίνγκο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κόκκινα φτερά («ὄρνιθα φοινικόπτερον», <b>Κρατίν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i>, «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>λινό</i>-<i>πτερος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πτερος</i>. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phoenicopterus</i>].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, ΜΑ<br />[[ζιζάνιο]] τών σιτηρών, η [[αίρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -<i>οίνικος</i> «[[είδος]] δένδρου» <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), [[πρβλ]]. [[λινόπτερος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκόπτερος:''' -ον, αυτός που έχει κόκκινα φτερά· όνομα θαλάσσιου πουλιού, πιθ. το φλαμίνγκο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φοινῑκόπτερος:''' -ον, αυτός που έχει κόκκινα φτερά· όνομα θαλάσσιου πουλιού, πιθ. το φλαμίνγκο, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοινῑκό-πτερος, ον,<br />red-[[feathered]]: [[name]] of a waterbird, perhaps the flamingo, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 22:56, 5 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόπτερος Medium diacritics: φοινικόπτερος Low diacritics: φοινικόπτερος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: phoinikópteros Transliteration B: phoinikopteros Transliteration C: foinikopteros Beta Code: foiniko/pteros

English (LSJ)

φοινικόπτερον,
A red-feathered: as substantive, φοινικόπτερος, ὁ, flamingo, Phoenicopterus antiquorum Ar.Av.273 (troch.); also ὄρνις φ. Cratin. 114.
II = φοῖνιξ III.4, Ps.-Dsc.4.43.

German (Pape)

[Seite 1296] mit purpurnen Flügeln; ὄρνις Cratin. bei Ath. IX, 373 d; ὁ φοινικόπτερος, ein rother Wasservogel, Ar. Av. 275, der Flamingo.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes d'un rouge de pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹, πτερόν.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόπτερος: ὁ (sc. ὄρνις) багрянокрыл, т. е. фламинго Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόπτερος: -ον, ὁ ἔχων κόκκινα πτερά, ― εἶδος πτηνοῦ βιοῦντος παρὰ τὰ ὕδατα, Phoenicopterus, Ἀριστ. Ὄρν. 273, πρβλ. Juvenal. 11. 139· ὡσαύτως, ὄρνιθα φοινικόπτερον Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 4.

Greek Monolingual

(I)
ο / φοινικόπτερος, -ον, ΝΑ
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. είδος πτηνού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια φοινικοπτερίδες, το κοινώς σήμερα γνωστό φλαμίνγκο
αρχ.
αυτός που έχει κόκκινα φτερά («ὄρνιθα φοινικόπτερον», Κρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος, «πορφυρό χρώμα» + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό-πτερος, χρυσό-πτερος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. phoenicopterus].
(II)
ὁ, ΜΑ
ζιζάνιο τών σιτηρών, η αίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινόπτερος].

Greek Monotonic

φοινῑκόπτερος: -ον, αυτός που έχει κόκκινα φτερά· όνομα θαλάσσιου πουλιού, πιθ. το φλαμίνγκο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φοινῑκό-πτερος, ον,
red-feathered: name of a waterbird, perhaps the flamingo, Ar.