ἱπποκορυστής: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippokorystis
|Transliteration C=ippokorystis
|Beta Code=i(ppokorusth/s
|Beta Code=i(ppokorusth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">marshaller, arranger of chariots</b>, ἀνέρες ἱπποκορυσταί <span class="bibl">Il.2.1</span>, <span class="bibl">24.677</span>; epith. of the Paeonians, <span class="bibl">16.287</span>, <span class="bibl">21.205</span>.</span>
|Definition=ἱπποκορυστοῦ, ὁ, [[marshaller]], [[arranger of chariots]], ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1, 24.677; [[epithet]] of the [[Paeonian|Paeonians]], 16.287, 21.205.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] ὁ, mit Kampfrossen gerüstet (vgl. [[χαλκοκορυστής]]); ἀνέρες, reisige Krieger, Il. 2, 1. 24, 677; so heißen bes. die Päonier, 16, 287. 21, 205; auch Apollo, Ep. (IX, 525, 10). Im Hesych. auch ἱπποκόρυστος geschrieben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] ὁ, mit Kampfrossen gerüstet (vgl. [[χαλκοκορυστής]]); ἀνέρες, reisige [[Krieger]], Il. 2, 1. 24, 677; so heißen bes. die Päonier, 16, 287. 21, 205; auch Apollo, Ep. (IX, 525, 10). Im Hesych. auch ἱπποκόρυστος geschrieben.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />guerrier couvert d'un casque qui combat à cheval <i>ou</i> du haut d'un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κορύσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποκορυστής:''' ου adj. m обладающий колесницей с конями или ведущий бой с колесницы ([[ἀνέρες]], [[Παίονες]] Hom.; [[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱπποκορυστής''': -οῦ, ἐπίθετον τῶν ἀφ’ ἵππων, δηλ. ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχομένων ἡρώων, ἀνέρες ἱπποκορυσταί, «οἱ ἵππους κορύσσοντες˙ τοῦτ’ ἔστι, πολεμικοί, ἢ ἀφ’ ἵππων μαχόμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 1, Ω. 677˙ ἐπίθ. τῶν Παιόνων, Π. 287, Φ. 205˙ - ἄλλοι παράγουσιν αὐτὸ ἐκ τοῦ [[κόρυς]], «[[ἔνιοι]] δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες˙ οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρ., ἀλλ’ ὅρα [[χαλκοκορυστής]].
|lstext='''ἱπποκορυστής''': -οῦ, ἐπίθετον τῶν ἀφ’ ἵππων, δηλ. ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχομένων ἡρώων, ἀνέρες ἱπποκορυσταί, «οἱ ἵππους κορύσσοντες˙ τοῦτ’ ἔστι, πολεμικοί, ἢ ἀφ’ ἵππων μαχόμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 1, Ω. 677˙ ἐπίθ. τῶν Παιόνων, Π. 287, Φ. 205˙ - ἄλλοι παράγουσιν αὐτὸ ἐκ τοῦ [[κόρυς]], «[[ἔνιοι]] δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες˙ οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρ., ἀλλ’ ὅρα [[χαλκοκορυστής]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />guerrier couvert d’un casque qui combat à cheval <i>ou</i> du haut d’un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κορύσσω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[κορύσσω]]): chariotequipped, [[chariot]]-[[fighter]], epith. of the Maeonians and Paeonians, and of [[individual]] heroes, Il. 2.1, Il. 24.677.
|auten=([[κορύσσω]]): chariotequipped, [[chariot-fighter]], [[epithet]] of the [[Maeonians]] and [[Paeonian]]s, and of [[individual]] heroes, Il. 2.1, Il. 24.677.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποκορυστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φοράει [[περικεφαλαία]] με [[χαίτη]] αλόγου<br /><b>2.</b> [[πολεμιστής]] που μάχεται [[έφιππος]] ή [[πάνω]] σε [[άρμα]] («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κορυσ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκο</i>-<i>κορυσ</i>-<i>της</i>. Η κατάλ. -<i>της</i> που απαντά [[συνήθως]] σε μεταρρηματικά παρ. χρησιμοποιήθηκε στα εν λόγω συνθ. πιθ. για μετρικούς λόγους].
|mltxt=[[ἱπποκορυστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φοράει [[περικεφαλαία]] με [[χαίτη]] αλόγου<br /><b>2.</b> [[πολεμιστής]] που μάχεται [[έφιππος]] ή [[πάνω]] σε [[άρμα]] («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κορυσ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]»), [[πρβλ]]. <i>χαλκο</i>-<i>κορυσ</i>-<i>της</i>. Η κατάλ. -<i>της</i> που απαντά [[συνήθως]] σε μεταρρηματικά παρ. χρησιμοποιήθηκε στα εν λόγω συνθ. πιθ. για μετρικούς λόγους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποκορυστής:''' -οῦ, ὁ ([[κορύσσω]]), επίθ., αναφέρεται στους ήρωες που πολεμούν από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἱπποκορυστής:''' -οῦ, ὁ ([[κορύσσω]]), επίθ., αναφέρεται στους ήρωες που πολεμούν από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱππο-[[κορυστής]], οῦ, [[κορύσσω]]<br />equipt or furnished with horses, Il.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἔφιππος]] [[πολεμιστής]]). Ἀπό τό [[ἵππος]] + [[κορύσσω]] (=[[ἐξοπλίζω]]).
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποκορυστής Medium diacritics: ἱπποκορυστής Low diacritics: ιπποκορυστής Capitals: ΙΠΠΟΚΟΡΥΣΤΗΣ
Transliteration A: hippokorystḗs Transliteration B: hippokorystēs Transliteration C: ippokorystis Beta Code: i(ppokorusth/s

English (LSJ)

ἱπποκορυστοῦ, ὁ, marshaller, arranger of chariots, ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1, 24.677; epithet of the Paeonians, 16.287, 21.205.

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, mit Kampfrossen gerüstet (vgl. χαλκοκορυστής); ἀνέρες, reisige Krieger, Il. 2, 1. 24, 677; so heißen bes. die Päonier, 16, 287. 21, 205; auch Apollo, Ep. (IX, 525, 10). Im Hesych. auch ἱπποκόρυστος geschrieben.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
guerrier couvert d'un casque qui combat à cheval ou du haut d'un char.
Étymologie: ἵππος, κορύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκορυστής: ου adj. m обладающий колесницей с конями или ведущий бой с колесницы (ἀνέρες, Παίονες Hom.; Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκορυστής: -οῦ, ἐπίθετον τῶν ἀφ’ ἵππων, δηλ. ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχομένων ἡρώων, ἀνέρες ἱπποκορυσταί, «οἱ ἵππους κορύσσοντες˙ τοῦτ’ ἔστι, πολεμικοί, ἢ ἀφ’ ἵππων μαχόμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 1, Ω. 677˙ ἐπίθ. τῶν Παιόνων, Π. 287, Φ. 205˙ - ἄλλοι παράγουσιν αὐτὸ ἐκ τοῦ κόρυς, «ἔνιοι δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες˙ οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρ., ἀλλ’ ὅρα χαλκοκορυστής.

English (Autenrieth)

(κορύσσω): chariotequipped, chariot-fighter, epithet of the Maeonians and Paeonians, and of individual heroes, Il. 2.1, Il. 24.677.

Greek Monolingual

ἱπποκορυστής, ὁ (Α)
1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου
2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.)
3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κορυσ-της (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. χαλκο-κορυσ-της. Η κατάλ. -της που απαντά συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. χρησιμοποιήθηκε στα εν λόγω συνθ. πιθ. για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

ἱπποκορυστής: -οῦ, ὁ (κορύσσω), επίθ., αναφέρεται στους ήρωες που πολεμούν από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἱππο-κορυστής, οῦ, κορύσσω
equipt or furnished with horses, Il.

Mantoulidis Etymological

(=ἔφιππος πολεμιστής). Ἀπό τό ἵππος + κορύσσω (=ἐξοπλίζω).