ἔκπλεος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekpleos
|Transliteration C=ekpleos
|Beta Code=e)/kpleos
|Beta Code=e)/kpleos
|Definition=ον neut. pl. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἔκπλεα <span class="bibl">D.C.38.20</span> : poet.ἔκπλειος, α, ον : Att. ἔκπλεως, ων :—<b class="b2">quite full</b> of a thing, c. gen., <b class="b3">δαιτός, βορᾶς</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>247</span>, <span class="bibl">416</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">complete</b>, εὖρος τρίγυον <span class="title">Tab.Heracl.</span>2.31 ; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.2.7</span> ; <b class="b2">abundant, copious</b>, <b class="b3">ἐπιτήδεια</b> ib.<span class="bibl">1.6.7</span>, cf. D.C. l.c.</span>
|Definition=ἔκπλεον neut. pl.<br><span class="bld">A</span> ἔκπλεα D.C.38.20: ''poet.''ἔκπλειος, α, ον: Att. [[ἔκπλεως]], ων:—[[quite full]] of a thing, c. gen., [[δαιτός]], [[βορᾶς]], E.''Cyc.''247, 416.<br><span class="bld">2</span> [[complete]], εὖρος τρίγυον ''Tab.Heracl.''2.31; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.7; [[abundant]], [[copious]], [[ἐπιτήδεια]] ib.1.6.7, cf. D.C. [[l.c.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0773.png Seite 773]] α, ον, att. [[ἔκπλεως]], ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, [[δαιτός]], βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, [[μισθός]], ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ [[ἦσαν]] εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0773.png Seite 773]] α, ον, att. [[ἔκπλεως]], ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, [[δαιτός]], βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, [[μισθός]], ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ [[ἦσαν]] εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἔκπλεος''': ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. [[ἔκπλεως]], ων· ― ἐντελῶς [[πλήρης]] πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) [[πλήρης]], «[[σωστός]]», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· [[ἄφθονος]], [[πολύς]], [[αὐτόθι]] 1. 6, 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἔκπλεως]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἔκπλεως]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπλεος:''' и [[ἔκπλεως]] 2, gen. ωνος<br /><b class="num">1</b> досл. полный, переполненный, перен. насыщенный (βορᾶς Eur.): ἀπέχειν ἔκπλεω τὴν [[δίκην]] Plut. (полностью) отомстить; ἱππεῖς ἔκπλεῳ [[ἦσαν]] εἰς τοὺς μυρίους Xen. число всадников было доведено до полных десяти тысяч;<br /><b class="num">2</b> [[обильный]] ([[ἐπιτήδεια]], [[μισθός]] Xen.).
}}
{{ls
|lstext='''ἔκπλεος''': ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. [[ἔκπλεως]], ων· ― ἐντελῶς [[πλήρης]] πράγματός τινος, μετὰ γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) [[πλήρης]], «[[σωστός]]», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· [[ἄφθονος]], [[πολύς]], [[αὐτόθι]] 1. 6, 7.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκπλεος:''' ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -[[πλέως]], -ων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[ξέχειλος]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ολοκληρωμένος]], [[πλήρης]], [[επαρκής]], λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος, σε Ξεν.· [[άφθονος]], [[πολύς]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἔκπλεος:''' ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -[[πλέως]], -ων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[ξέχειλος]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ολοκληρωμένος]], [[πλήρης]], [[επαρκής]], λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος, σε Ξεν.· [[άφθονος]], [[πολύς]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> [[quite]] [[full]] of a [[thing]], c. gen., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[complete]], of a [[body]] of soldiers, Xen.: [[abundant]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπλεος Medium diacritics: ἔκπλεος Low diacritics: έκπλεος Capitals: ΕΚΠΛΕΟΣ
Transliteration A: ékpleos Transliteration B: ekpleos Transliteration C: ekpleos Beta Code: e)/kpleos

English (LSJ)

ἔκπλεον neut. pl.
A ἔκπλεα D.C.38.20: poet.ἔκπλειος, α, ον: Att. ἔκπλεως, ων:—quite full of a thing, c. gen., δαιτός, βορᾶς, E.Cyc.247, 416.
2 complete, εὖρος τρίγυον Tab.Heracl.2.31; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους X.Cyr.6.2.7; abundant, copious, ἐπιτήδεια ib.1.6.7, cf. D.C. l.c.

German (Pape)

[Seite 773] α, ον, att. ἔκπλεως, ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, δαιτός, βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, μισθός, ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἔκπλεως.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπλεος: и ἔκπλεως 2, gen. ωνος
1 досл. полный, переполненный, перен. насыщенный (βορᾶς Eur.): ἀπέχειν ἔκπλεω τὴν δίκην Plut. (полностью) отомстить; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς τοὺς μυρίους Xen. число всадников было доведено до полных десяти тысяч;
2 обильный (ἐπιτήδεια, μισθός Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπλεος: ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. ἔκπλεως, ων· ― ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) πλήρης, «σωστός», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· ἄφθονος, πολύς, αὐτόθι 1. 6, 7.

Greek Monolingual

ἔκπλεος, -ον και ποιητικός τ. ἔκπλειος -α, -ον, αττ. τ. ἔκπλεως, -ων (Α)
1. πλήρης
2. εντελώς πλήρης
3. άφθονος.

Greek Monotonic

ἔκπλεος: ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -πλέως, -ων·
1. αυτός που είναι τελείως γεμάτος από κάτι, ξέχειλος, με γεν., σε Ευρ.
2. ολοκληρωμένος, πλήρης, επαρκής, λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος, σε Ξεν.· άφθονος, πολύς, στον ίδ.

Middle Liddell


1. quite full of a thing, c. gen., Eur.
2. complete, of a body of soldiers, Xen.: abundant, Xen.