ἐξελεύθερος: Difference between revisions
κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
(4) |
mNo edit summary |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekseleytheros | |Transliteration C=ekseleytheros | ||
|Beta Code=e)celeu/qeros | |Beta Code=e)celeu/qeros | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[freedman]], Hyp.''Fr.''197, Cic.''Att.''6.5.1: fem. -έρα ''IG''14.1907.—The special application of [[ἐξελεύθερος]] to a [[released]] [[debtor]] (cf. Ammon.p.23 V., Eust.1751.2) is not confirmed by usage; ἐξελεύθερος and [[ἀπελεύθερος]] are used of the same person by D.C.39.38. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0876.png Seite 876]] freigelassen, Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0876.png Seite 876]] [[freigelassen]], Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[affranchi]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐλεύθερος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ [[вольноотпущенник]] Cic. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξελεύθερος''': ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου [[ἐλεύθερος]] γενόμενος, [[ἀπελεύθερος]], Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον, «[[ἀπελεύθερος]] καὶ [[ἐξελεύθερος]] διαφέρουσιν· [[ἀπελεύθερος]] μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, [[ἐξελεύθερος]] δὲ ὁ γενόμενος διὰ [[χρέα]] [[προσήλυτος]], ἢ κατ’ [[ἄλλην]] τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, [[εἶτα]] ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ [[χρῆσις]] ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί». | |lstext='''ἐξελεύθερος''': ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου [[ἐλεύθερος]] γενόμενος, [[ἀπελεύθερος]], Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον, «[[ἀπελεύθερος]] καὶ [[ἐξελεύθερος]] διαφέρουσιν· [[ἀπελεύθερος]] μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, [[ἐξελεύθερος]] δὲ ὁ γενόμενος διὰ [[χρέα]] [[προσήλυτος]], ἢ κατ’ [[ἄλλην]] τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, [[εἶτα]] ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ [[χρῆσις]] ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ, ἡ, αυτός που από [[δούλος]] γίνεται [[ελεύθερος]], [[απελεύθερος]], Λατ. [[libertus]], [[libertinus]], σε Κικ. | |lsmtext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ, ἡ, αυτός που από [[δούλος]] γίνεται [[ελεύθερος]], [[απελεύθερος]], Λατ. [[libertus]], [[libertinus]], σε Κικ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐξ-ελεύθερος, ὁ, ἡ, <i>n</i><br />set at [[liberty]], a [[freedman]], Lat. [[libertus]], [[libertinus]], Cic. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[freedman]]=== | |||
Arabic: مَعْتُوق; Belarusian: вольнаадпушчанік, вольнаадпушчаніца; Chinese Mandarin: 自由民; Czech: propuštěnec; Dutch: [[vrijgelatene]]; Finnish: vapautettu orja; French: [[affranchi]]; German: [[Freigelassener]]; Greek: [[απελεύθερος]]; Ancient Greek: [[ἀδέσποτος]], [[ἀπελευθερικός]], [[ἀπελευθεριωτής]], [[ἀπελεύθερος]], [[ἀπόδουλος]], [[ἄτμενος]], [[ἀφέτης]], [[δουλελεύθερος]], [[ἐξαπελεύθερος]], [[ἐξελεύθερος]]; Icelandic: leysingi, frelsingi; Italian: [[liberto]], [[affrancato]], [[emancipato]]; Latin: [[libertus]], [[libertinus]]; Macedonian: ослободеник; Polish: wyzwoleniec; Portuguese: [[liberto]]; Russian: [[вольноотпущенник]], [[вольноотпущенница]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ослобођѐнӣк; Roman: oslobođènīk; Slovak: prepustenec; Spanish: [[liberto]]; Swahili: huru; Ukrainian: вільновідпущеник, вільновідпущениця | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:44, 18 March 2024
English (LSJ)
ὁ, freedman, Hyp.Fr.197, Cic.Att.6.5.1: fem. -έρα IG14.1907.—The special application of ἐξελεύθερος to a released debtor (cf. Ammon.p.23 V., Eust.1751.2) is not confirmed by usage; ἐξελεύθερος and ἀπελεύθερος are used of the same person by D.C.39.38.
German (Pape)
[Seite 876] freigelassen, Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
affranchi.
Étymologie: ἐξ, ἐλεύθερος.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελεύθερος: ὁ вольноотпущенник Cic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελεύθερος: ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου ἐλεύθερος γενόμενος, ἀπελεύθερος, Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. Κατὰ τὸν Ἀμμώνιον, «ἀπελεύθερος καὶ ἐξελεύθερος διαφέρουσιν· ἀπελεύθερος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, ἐξελεύθερος δὲ ὁ γενόμενος διὰ χρέα προσήλυτος, ἢ κατ’ ἄλλην τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, εἶτα ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ χρῆσις ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί».
Greek Monolingual
ἐξελεύθερος, ο (Α) ελεύθερος
δούλος (πιθανώς για χρέη) που απέκτησε την ελευθερία του.
Greek Monotonic
ἐξελεύθερος: ὁ, ἡ, αυτός που από δούλος γίνεται ελεύθερος, απελεύθερος, Λατ. libertus, libertinus, σε Κικ.
Middle Liddell
ἐξ-ελεύθερος, ὁ, ἡ, n
set at liberty, a freedman, Lat. libertus, libertinus, Cic.
Translations
freedman
Arabic: مَعْتُوق; Belarusian: вольнаадпушчанік, вольнаадпушчаніца; Chinese Mandarin: 自由民; Czech: propuštěnec; Dutch: vrijgelatene; Finnish: vapautettu orja; French: affranchi; German: Freigelassener; Greek: απελεύθερος; Ancient Greek: ἀδέσποτος, ἀπελευθερικός, ἀπελευθεριωτής, ἀπελεύθερος, ἀπόδουλος, ἄτμενος, ἀφέτης, δουλελεύθερος, ἐξαπελεύθερος, ἐξελεύθερος; Icelandic: leysingi, frelsingi; Italian: liberto, affrancato, emancipato; Latin: libertus, libertinus; Macedonian: ослободеник; Polish: wyzwoleniec; Portuguese: liberto; Russian: вольноотпущенник, вольноотпущенница; Serbo-Croatian Cyrillic: ослобођѐнӣк; Roman: oslobođènīk; Slovak: prepustenec; Spanish: liberto; Swahili: huru; Ukrainian: вільновідпущеник, вільновідпущениця