ἐπιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epirrepis
|Transliteration C=epirrepis
|Beta Code=e)pirreph/s
|Beta Code=e)pirreph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclining the balance</b>, <b class="b3">μνᾶς -έστερον βραχύ</b> rather <b class="b2">more than</b> a mina <b class="b2">in weight</b>, Damocr. ap. Gal.13.919. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">leaning</b> <b class="b2">towards, prone to</b>, πρός τι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>60</span>, <span class="bibl">Ath.13.576f</span> (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον <span class="bibl">Hdn.6.9.8</span>; εἰς κακίαν <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>3p.425M.</span>; -εστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν <span class="bibl">Hdn.5.8.2</span>: abs., <b class="b3">ἐλπίδες -έστεραι</b> <b class="b2">favourable</b>, <span class="bibl">Plb.1.55.1</span>. Adv. -πῶς, ἔχειν πρός τι <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.22.1</span>; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.<span class="title">Milt.</span>61: Comp. -έστερον <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.280</span>: Sup. <b class="b3">-έστατα</b> Men.Prot.<span class="bibl">p.119</span> D.</span>
|Definition=ἐπιρρεπές,<br><span class="bld">A</span> [[inclining the balance]], <b class="b3">μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ</b> rather [[more]] [[than]] a [[mina]] in [[weight]], Damocr. ap. Gal.13.919.<br><span class="bld">II</span>. [[leaning]] [[towards]], [[prone to]], πρός τι Luc.''Hist.Conscr.''60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.''in CA''3p.425M.; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., <b class="b3">ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι</b> [[favourable]], Plb.1.55.1. Adv. [[ἐπιρρεπῶς]] = [[with inclination]], [[in a favorable way]], ἔχειν πρός τι Arr.''Epict.''3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.''Milt.''61: Comp. ἐπιρρεπέστερον S.E.''M.''1.280: Sup. <b class="b3">ἐπιρρεπέστατα</b> Men.Prot.p.119 D.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;<br /><i>Cp.</i> ἐπιρρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέπω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>sich [[wohin]] [[neigend]], [[geneigt]]</i>, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' [[ἀκίνδυνος]] καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. <i>hist. scrib</i>. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον [[εἶχον]] 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, <i>[[günstiger]]e</i> [[Hoffnung]], Pol. 1.55.1.<br><b class="num">• Adv.</b>, ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu [[Etwas]] [[geneigt]] sein, Arr. <i>Epict</i>. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. <i>adv. gr</i>. 280.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρεπής:'''<br /><b class="num">1</b> [[наклонный]], [[склонный]] (πρός τι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[благоприятный]], [[благоприятствующий]] ([[ἐλπίς]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρεπής''': -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων [[πρός]] τι, Λατ. proclivis, [[πρός]] τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας [[πρός]] τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
|lstext='''ἐπιρρεπής''': -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων [[πρός]] τι, Λατ. [[proclivis]], [[πρός]] τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας [[πρός]] τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, enclin à, porté à : [[πρός]] [[τι]] enclin à qch;<br /><i>Cp.</i> ἐπιρρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρεπής:''' -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. [[proclivis]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπιρρεπής:''' -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. [[proclivis]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιρρεπής]], ές<br />[[leaning]] [[towards]], Lat. [[proclivis]], Luc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό [[ἐπιρρέπω]] ([[ἐπί]] + [[ρέπω]] = [[κλίνω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ρέπω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρεπής Medium diacritics: ἐπιρρεπής Low diacritics: επιρρεπής Capitals: ΕΠΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: epirrepḗs Transliteration B: epirrepēs Transliteration C: epirrepis Beta Code: e)pirreph/s

English (LSJ)

ἐπιρρεπές,
A inclining the balance, μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ rather more than a mina in weight, Damocr. ap. Gal.13.919.
II. leaning towards, prone to, πρός τι Luc.Hist.Conscr.60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.in CA3p.425M.; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι favourable, Plb.1.55.1. Adv. ἐπιρρεπῶς = with inclination, in a favorable way, ἔχειν πρός τι Arr.Epict.3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.Milt.61: Comp. ἐπιρρεπέστερον S.E.M.1.280: Sup. ἐπιρρεπέστατα Men.Prot.p.119 D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;
Cp. ἐπιρρεπέστερος.
Étymologie: ἐπιρρέπω.

German (Pape)

ές, sich wohin neigend, geneigt, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' ἀκίνδυνος καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. hist. scrib. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον εἶχον 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, günstigere Hoffnung, Pol. 1.55.1.
• Adv., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu Etwas geneigt sein, Arr. Epict. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. adv. gr. 280.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρεπής:
1 наклонный, склонный (πρός τι Luc.);
2 благоприятный, благоприятствующий (ἐλπίς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρεπής: -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων πρός τι, Λατ. proclivis, πρός τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπω
αυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτιεπιρρεπής στις ηδονές»)
μσν.
(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός.
επίρρ...
επιρρεπώς
με κλίση, με διάθεση για κάτι.

Greek Monotonic

ἐπιρρεπής: -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. proclivis, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπιρρεπής, ές
leaning towards, Lat. proclivis, Luc.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό ἐπιρρέπω (ἐπί + ρέπω = κλίνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέπω.