κακοπινής: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakopinis | |Transliteration C=kakopinis | ||
|Beta Code=kakopinh/s | |Beta Code=kakopinh/s | ||
|Definition= | |Definition=κακοπινές, [[filthy]], [[loathsome]], κακοπινέστατόν τ' [[ἄλημα]] [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]'' 381 (lyr.); οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath.13.565e. Adv. [[κακοπινῶς]], διακείμενος Archig.(?)ap.Aët.3.114. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοπινής]], -ές (Α)<br />υπερβολικά [[ρυπαρός]], [[βδελυρός]], [[φαύλος]] («[[κακοπινής]] οὐ μόνον | |mltxt=[[κακοπινής]], -ές (Α)<br />υπερβολικά [[ρυπαρός]], [[βδελυρός]], [[φαύλος]] («[[κακοπινής]] οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», <b>Αθήν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοπινῶς</i> (Α)<br />με φαύλο τρόπο, βδελυρώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λέρα]]»), [[πρβλ]]. [[αρχαιοπινής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοπῐνής:''' -ές ([[πίνος]]), υπερβολικά [[ακάθαρτος]], βρώμικος, [[ρυπαρός]], υπερθ. <i>κακοπινέστατος</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''κᾰκοπῐνής:''' -ές ([[πίνος]]), υπερβολικά [[ακάθαρτος]], βρώμικος, [[ρυπαρός]], υπερθ. <i>κακοπινέστατος</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοπῐνής:''' [[грязный]], [[отталкивающий]], [[гадкий]] ([[ἄλημα]] Soph.). | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακοπινής -ές [[[κακός]], [[πίνος]]] [[smerig]], [[weerzinwekkend]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰκο-πῐνής, ές [[πίνος]]<br />[[exceeding]] [[filthy]], [[loathsome]], Sup. κακοπινέστατος Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
κακοπινές, filthy, loathsome, κακοπινέστατόν τ' ἄλημα S.Aj. 381 (lyr.); οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath.13.565e. Adv. κακοπινῶς, διακείμενος Archig.(?)ap.Aët.3.114.
German (Pape)
[Seite 1302] ές, sehr schmutzig, auch geistig, niederträchtig, Soph. Ai. 374, im superlat.; κακοπινεῖς οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν, ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath. XIII, 565 e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sale, malpropre, impur;
Sp. κακοπινέστατος.
Étymologie: κακός, πίνος.
Greek Monolingual
κακοπινής, -ές (Α)
υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλος («κακοπινής οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.).
επίρρ...
κακοπινῶς (Α)
με φαύλο τρόπο, βδελυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιοπινής].
Greek Monotonic
κᾰκοπῐνής: -ές (πίνος), υπερβολικά ακάθαρτος, βρώμικος, ρυπαρός, υπερθ. κακοπινέστατος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπῐνής: грязный, отталкивающий, гадкий (ἄλημα Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπινής -ές [κακός, πίνος] smerig, weerzinwekkend.
Middle Liddell
κᾰκο-πῐνής, ές πίνος
exceeding filthy, loathsome, Sup. κακοπινέστατος Soph.