πολύφορβος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyforvos
|Transliteration C=polyforvos
|Beta Code=polu/forbos
|Beta Code=polu/forbos
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Il.9.568</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>912</span>: (φορβή):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feeding many, bountiful</b>, γαῖα <span class="bibl">Il. 14.200</span>,<span class="bibl">301</span>; <b class="b3">Δημήτηρ</b> Hes.l.c.</span>
|Definition=πολύφορβον, also η, ον Il.9.568, Hes.''Th.''912: ([[φορβή]]):—[[feeding many]], [[bountiful]], γαῖα Il. 14.200,301; [[Δημήτηρ]] Hes.l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] nahrungsreich, viele nährend; [[γαῖα]], Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] nahrungsreich, viele nährend; [[γαῖα]], Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou poét.</i> η, ον :<br />très nourrissant <i>ou</i> qui nourrit beaucoup d'êtres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφορβος:''' и 3 питающий многих ([[γαῖα]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφορβος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· ([[φορβή]])· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, [[γαῖα]] Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.
|lstext='''πολύφορβος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· ([[φορβή]])· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, [[γαῖα]] Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou poét.</i> η, ον :<br />très nourrissant <i>ou</i> qui nourrit beaucoup d’êtres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρβω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, και [[πολύφορβος]], -η, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη γη ή για τη θεά [[Δήμητρα]]) αυτός που έχει πολλή [[τροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[τροφή]] σε πολλούς, [[πολυτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φορβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φορβή]] «[[τροφή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>φορβος</i>].
|mltxt=-ον, και [[πολύφορβος]], -η, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη γη ή για τη θεά [[Δήμητρα]]) αυτός που έχει πολλή [[τροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[τροφή]] σε πολλούς, [[πολυτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φορβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φορβή]] «[[τροφή]]»), [[πρβλ]]. [[μονόφορβος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύφορβος:''' -ον και -η, -ον ([[φορβή]]), αυτός που τρέφει πολλούς, [[άφθονος]], [[γόνιμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''πολύφορβος:''' -ον και -η, -ον ([[φορβή]]), αυτός που τρέφει πολλούς, [[άφθονος]], [[γόνιμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύφορβος]], ον, [[φορβή]]<br />[[feeding]] [[many]], [[bountiful]], Il., Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφορβος Medium diacritics: πολύφορβος Low diacritics: πολύφορβος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΒΟΣ
Transliteration A: polýphorbos Transliteration B: polyphorbos Transliteration C: polyforvos Beta Code: polu/forbos

English (LSJ)

πολύφορβον, also η, ον Il.9.568, Hes.Th.912: (φορβή):—feeding many, bountiful, γαῖα Il. 14.200,301; Δημήτηρ Hes.l.c.

German (Pape)

[Seite 676] nahrungsreich, viele nährend; γαῖα, Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. η, ον :
très nourrissant ou qui nourrit beaucoup d'êtres.
Étymologie: πολύς, φέρβω.

Russian (Dvoretsky)

πολύφορβος: и 3 питающий многих (γαῖα Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφορβος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· (φορβή)· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, γαῖα Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.

English (Autenrieth)

(φορβή): much-nourishing, bountiful. (Il.)

Greek Monolingual

-ον, και πολύφορβος, -η, -ον, Α
1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή
2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονόφορβος].

Greek Monotonic

πολύφορβος: -ον και -η, -ον (φορβή), αυτός που τρέφει πολλούς, άφθονος, γόνιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

πολύφορβος, ον, φορβή
feeding many, bountiful, Il., Hes.