σφοδρότης: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(6)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfodrotis
|Transliteration C=sfodrotis
|Beta Code=sfodro/ths
|Beta Code=sfodro/ths
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">vehemence, violence</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">HG</span>7.2.23</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>306e</span>; <b class="b3">ἡ σ. δὲ θηρός</b> is the quality of a beast, <span class="bibl">Alex.245.12</span>; <b class="b3">ἡ τοῦ πυρετοῦ σ</b>. Gal.16.534: in pl., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>733b</span>; πάγων σφοδρότητες <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.12.2</span>.</span>
|Definition=σφοδρότητος, ἡ, [[vehemence]], [[violence]], Id.''HG''7.2.23, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 306e; <b class="b3">ἡ σφοδρότης δὲ θηρός</b> is the [[quality]] of a [[beast]], Alex.245.12; <b class="b3">ἡ τοῦ πυρετοῦ σφοδρότης</b> Gal.16.534: in plural, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''733b; πάγων σφοδρότητες [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.12.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1051.png Seite 1051]] ητος, ἡ, Heftigkeit, Raschheit, Hitze, Ungestüm, im Handeln und Reden; Plat. Polit. 306 e, plur., Legg. V, 733 b, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1051.png Seite 1051]] σφοδρότητος, ἡ, [[Heftigkeit]], [[Raschheit]], [[Hitze]], [[Ungestüm]], im Handeln und Reden; Plat. Polit. 306 e, plur., Legg. V, 733 b, Sp.
}}
{{bailly
|btext=σφοδρότητος (ἡ) :<br />[[véhémence]], [[impétuosité]], [[force]].<br />'''Étymologie:''' [[σφοδρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σφοδρότης -ητος, ἡ [σφοδρός] [[hevigheid]], [[heftigheid]], [[kracht]], [[intensiteit]].
}}
{{elru
|elrutext='''σφοδρότης:''' σφοδρότητος ἡ тж. pl. [[страстность]], [[порывистость]] или [[сила]], [[мощь]] Xen., Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφοδρότης''': -ητος, ἡ, [[ὁρμή]], βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ [[τόλμα]] μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ [[δειλία]] γυναικός, ... ἡ [[σφοδρότης]] δὲ θηρός, [[εἶναι]] τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, [[ἐπίτασις]], πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.
|lstext='''σφοδρότης''': σφοδρότητος, ἡ, [[ὁρμή]], βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ [[τόλμα]] μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ [[δειλία]] γυναικός, ... ἡ [[σφοδρότης]] δὲ θηρός, [[εἶναι]] τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, [[ἐπίτασις]], πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφοδρότης:''' σφοδρότητος, ἡ, [[ορμητικότητα]], [[ορμή]], [[βία]], [[παραφορά]], [[δριμύτητα]], [[ένταση]], σε Ξεν.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ητος () :<br />véhémence, impétuosité, force.<br />'''Étymologie:''' [[σφοδρός]].
|mdlsjtxt=[[σφοδρότης]], σφοδρότητος, , [from [[σφοδρός]]<br />[[vehemence]], [[violence]], Xen.
}}
}}
{{lsm
{{WoodhouseReversedUncategorized
|lsmtext='''σφοδρότης:''' -ητος, ἡ, [[ορμητικότητα]], [[ορμή]], [[βία]], [[παραφορά]], [[δριμύτητα]], [[ένταση]], σε Ξεν.
|woodrun=[[excitability]], [[vehemence]], [[violence]]
}}
}}

Latest revision as of 07:08, 20 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρότης Medium diacritics: σφοδρότης Low diacritics: σφοδρότης Capitals: ΣΦΟΔΡΟΤΗΣ
Transliteration A: sphodrótēs Transliteration B: sphodrotēs Transliteration C: sfodrotis Beta Code: sfodro/ths

English (LSJ)

σφοδρότητος, ἡ, vehemence, violence, Id.HG7.2.23, Pl.Plt. 306e; ἡ σφοδρότης δὲ θηρός is the quality of a beast, Alex.245.12; ἡ τοῦ πυρετοῦ σφοδρότης Gal.16.534: in plural, Pl.Lg.733b; πάγων σφοδρότητες Thphr. CP 5.12.2.

German (Pape)

[Seite 1051] σφοδρότητος, ἡ, Heftigkeit, Raschheit, Hitze, Ungestüm, im Handeln und Reden; Plat. Polit. 306 e, plur., Legg. V, 733 b, Sp.

French (Bailly abrégé)

σφοδρότητος (ἡ) :
véhémence, impétuosité, force.
Étymologie: σφοδρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφοδρότης -ητος, ἡ [σφοδρός] hevigheid, heftigheid, kracht, intensiteit.

Russian (Dvoretsky)

σφοδρότης: σφοδρότητος ἡ тж. pl. страстность, порывистость или сила, мощь Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρότης: σφοδρότητος, ἡ, ὁρμή, βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ τόλμα μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ δειλία γυναικός, ... ἡ σφοδρότης δὲ θηρός, εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, ἐπίτασις, πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.

Greek Monotonic

σφοδρότης: σφοδρότητος, ἡ, ορμητικότητα, ορμή, βία, παραφορά, δριμύτητα, ένταση, σε Ξεν.

Middle Liddell

σφοδρότης, σφοδρότητος, ἡ, [from σφοδρός
vehemence, violence, Xen.

English (Woodhouse)

excitability, vehemence, violence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)