τόπαρχος: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(4b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=toparchos | |Transliteration C=toparchos | ||
|Beta Code=to/parxos | |Beta Code=to/parxos | ||
|Definition=ὁ, ἡ, < | |Definition=ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[ruling over a place]], γυνή [[mistress]], A.''Ch.''664 (ταπαρχος (suprascr. ό) cod. M).<br><span class="bld">II</span> = [[τοπάρχης]], ''SIG''880.29, al. (Pizus, iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ὁ, auch ἡ, der, die über einen Ort, eine Gegend, ein Land herrscht; γυνὴ [[τόπαρχος]], Aesch. Ch. 653, l. d.; Vorsteher einer Gegend, Landpfleger, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ὁ, auch ἡ, der, die über einen Ort, eine Gegend, ein Land herrscht; γυνὴ [[τόπαρχος]], Aesch. Ch. 653, l. d.; Vorsteher einer Gegend, Landpfleger, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> [[maîtresse d'une maison]];<br /><b>2</b> <i>Égypte ptol.</i> chef d'une [[τοπαρχία]].<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]], [[ἄρχω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τόπαρχος:''' ὁ и ἡ хозяин: δομάτων γυνὴ τ. Aesch. хозяйка дома ([[varia lectio|v.l.]] [[ἔπαρχος]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόπαρχος''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ [[κυρία]], [[δέσποινα]], Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, [[ὅθεν]] ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ [[ἄπαρχος]]· ὁ δὲ Bumberger [[στέγαρχος]]. | |lstext='''τόπαρχος''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ [[κυρία]], [[δέσποινα]], Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, [[ὅθεν]] ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ [[ἄπαρχος]]· ὁ δὲ Bumberger [[στέγαρχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''τόπαρχος:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει την [[κυβέρνηση]] ή τη [[διοίκηση]] κάποιου τόπου, γυνὴ [[τόπαρχος]], [[δέσποινα]], [[βασίλισσα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''τόπαρχος:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει την [[κυβέρνηση]] ή τη [[διοίκηση]] κάποιου τόπου, γυνὴ [[τόπαρχος]], [[δέσποινα]], [[βασίλισσα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=τόπ-αρχος, ὁ, ἡ,<br />[[ruling]] [[over]] a [[place]], γυνὴ τ. the [[mistress]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A ruling over a place, γυνή mistress, A.Ch.664 (ταπαρχος (suprascr. ό) cod. M).
II = τοπάρχης, SIG880.29, al. (Pizus, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1129] ὁ, auch ἡ, der, die über einen Ort, eine Gegend, ein Land herrscht; γυνὴ τόπαρχος, Aesch. Ch. 653, l. d.; Vorsteher einer Gegend, Landpfleger, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 maîtresse d'une maison;
2 Égypte ptol. chef d'une τοπαρχία.
Étymologie: τόπος, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
τόπαρχος: ὁ и ἡ хозяин: δομάτων γυνὴ τ. Aesch. хозяйка дома (v.l. ἔπαρχος).
Greek (Liddell-Scott)
τόπαρχος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ κυρία, δέσποινα, Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, ὅθεν ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ ἄπαρχος· ὁ δὲ Bumberger στέγαρχος.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. τοπάρχης
2. φρ. «γυνὴ τόπαρχος» — οικοδέσποινα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -αρχος].
Greek Monotonic
τόπαρχος: ὁ, ἡ, αυτός που έχει την κυβέρνηση ή τη διοίκηση κάποιου τόπου, γυνὴ τόπαρχος, δέσποινα, βασίλισσα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τόπ-αρχος, ὁ, ἡ,
ruling over a place, γυνὴ τ. the mistress, Aesch.