Φοινικικός: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(4b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Φοινικικός
|Medium diacritics=Φοινικικός
|Low diacritics=Φοινικικός
|Capitals=ΦΟΙΝΙΚΙΚΟΣ
|Transliteration A=Phoinikikós
|Transliteration B=Phoinikikos
|Transliteration C=Foinikikos
|Beta Code=&#42;foinikiko/s
|Definition=ή, όν, [[Phoenician]], Epich. 54, Hdt. 6.47, Th. 6.46; [[κέδρος]] Thphr. ''HP'' 9.2.3; [[γράμματα]] ''Chron.Lind.'' B. 15; [[σήματα]] [[Κάδμου]] Timo 61; Φ. τι a tale of Cadmus the Phoenician, Pl. ''R.'' 414c; later, also, [[Punic]], to express craft and treachery, Φ. [[στρατήγημα]] Plb. 3.78.1; [[ψεῦδος]] Φ. Eust. 1757.59. Adv. [[Φοινικικῶς]] [[in Phoenician fashion]], DL. 7.25. = [[φοινίκεος]], [[red]]; ''metaph'', κακὰ φ. 'of deep dye', Ar. ''Pax'' 303 (troch., sed leg. [[φοινικίδων]]). = [[φοινίκινος]] 1, φ. [[ἄρτοι]] [[date]]-bread, Ph.Mech. ''Bel.'' 86.27; [[καρποί]] BGU 603.10 (ii AD), etc.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[de Phénicie]], [[phénicien]].<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖνιξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''Φοινῑκικός:''' [[финикийский]] (μέταλλα Her.; πόλεις Thuc.): μηδὲν καινὸν, ἀλλ᾽ Φοινικικόν τι погов. Plat. ничего нового, это старо как Финикия; Φοινικικὸν [[στρατήγημα]] Polyb. финикийская хитрость.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Φοινῑκικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς Φοίνικας ἀνήκων, ὁ ὑπὸ Φοινίκων ἀνευρεθείς, τὰ δὲ μέταλλα τὰ φοινικικὰ Ἡρόδ. 6. 47, Θουκ. 6. 46, κλπ.· [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[Ὠγύγιος]], εἰς δήλωσιν [[μεγάλης]] ἀρχαιότητος, Πλάτ. Πολ. 414C· ― βραδύτερον [[ὡσαύτως]], Καρχηδονικός, ὡς ἐν τῷ fides Punica, εἰς δήλωσιν πανουργίας καὶ δόλου, Φ. [[στρατήγημα]] Πολύβ. 3. 78, 1· φ. τι [[ψεῦδος]] Εὐστ. 1757 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ Φοινικικὸν τρόπον, Διογέν. Λαέρτ. 7. 25· ― (Φοινικός, ή, όν, [[εἶναι]] συχνὸν [[ἁμάρτημα]] τῶν ἀντιγραφέων, ἴδε Wimmer εἰς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3, Διονύσ. Ἁλ. 1. 6 καὶ 8., 2. 66. κλπ. ΙΙ. = [[φοινίκεος]], [[ἐρυθρός]], μεταφορ., κακὰ φοιν., οἱονεὶ βαθέος χρώματος, μεγάλην κακίαν ἔχοντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 303· ἴδε Br. καὶ Dind. [[αὐτόθι]] 1173.
|lstext='''Φοινῑκικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς Φοίνικας ἀνήκων, ὁ ὑπὸ Φοινίκων ἀνευρεθείς, τὰ δὲ μέταλλα τὰ φοινικικὰ Ἡρόδ. 6. 47, Θουκ. 6. 46, κλπ.· [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[Ὠγύγιος]], εἰς δήλωσιν [[μεγάλης]] ἀρχαιότητος, Πλάτ. Πολ. 414C· ― βραδύτερον [[ὡσαύτως]], Καρχηδονικός, ὡς ἐν τῷ fides Punica, εἰς δήλωσιν πανουργίας καὶ δόλου, Φ. [[στρατήγημα]] Πολύβ. 3. 78, 1· φ. τι [[ψεῦδος]] Εὐστ. 1757 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ Φοινικικὸν τρόπον, Διογέν. Λαέρτ. 7. 25· ― (Φοινικός, ή, όν, [[εἶναι]] συχνὸν [[ἁμάρτημα]] τῶν ἀντιγραφέων, ἴδε Wimmer εἰς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3, Διονύσ. Ἁλ. 1. 6 καὶ 8., 2. 66. κλπ. ΙΙ. = [[φοινίκεος]], [[ἐρυθρός]], μεταφορ., κακὰ φοιν., οἱονεὶ βαθέος χρώματος, μεγάλην κακίαν ἔχοντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 303· ἴδε Br. καὶ Dind. [[αὐτόθι]] 1173.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Phénicie, phénicien.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖνιξ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Φοινῑκικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[Φοινικικός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει [[αρχαιότητα]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει [[πανουργία]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]] = [[φοινίκειος]]· μεταφ., <i>κακὰ φοινικικά</i>, «με [[βαθιά]] [[κακία]]», σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Φοινῑκικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[Φοινικικός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει [[αρχαιότητα]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει [[πανουργία]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]] = [[φοινίκειος]]· μεταφ., <i>κακὰ φοινικικά</i>, «με [[βαθιά]] [[κακία]]», σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''Φοινῑκικός:''' финикийский (μέταλλα Her.; πόλεις Thuc.): μηδὲν καινὸν, ἀλλ᾽ Φοινικικόν τι погов. Plat. ничего нового, это старо как Финикия; Φοινικικὸν [[στρατήγημα]] Polyb. финикийская хитрость.
|mdlsjtxt=Φοινῑκικός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> Phoenician, Hdt., etc.; [[sometimes]] to [[express]] [[great]] [[antiquity]], Plat.:—[[later]], Punic, to [[express]] [[treachery]], Polyb.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]], = [[φοινίκεος]]; metaph., κακὰ φοινικικά "of [[deep]] dye, " Ar. φοινῑκιοῦς, οῦσσα, οῦν, = [[φοινίκεος]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φοινικικός Medium diacritics: Φοινικικός Low diacritics: Φοινικικός Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΚΟΣ
Transliteration A: Phoinikikós Transliteration B: Phoinikikos Transliteration C: Foinikikos Beta Code: *foinikiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Phoenician, Epich. 54, Hdt. 6.47, Th. 6.46; κέδρος Thphr. HP 9.2.3; γράμματα Chron.Lind. B. 15; σήματα Κάδμου Timo 61; Φ. τι a tale of Cadmus the Phoenician, Pl. R. 414c; later, also, Punic, to express craft and treachery, Φ. στρατήγημα Plb. 3.78.1; ψεῦδος Φ. Eust. 1757.59. Adv. Φοινικικῶς in Phoenician fashion, DL. 7.25. = φοινίκεος, red; metaph, κακὰ φ. 'of deep dye', Ar. Pax 303 (troch., sed leg. φοινικίδων). = φοινίκινος 1, φ. ἄρτοι date-bread, Ph.Mech. Bel. 86.27; καρποί BGU 603.10 (ii AD), etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Phénicie, phénicien.
Étymologie: Φοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

Φοινῑκικός: финикийский (μέταλλα Her.; πόλεις Thuc.): μηδὲν καινὸν, ἀλλ᾽ Φοινικικόν τι погов. Plat. ничего нового, это старо как Финикия; Φοινικικὸν στρατήγημα Polyb. финикийская хитрость.

Greek (Liddell-Scott)

Φοινῑκικός: -ή, -όν, ὁ εἰς Φοίνικας ἀνήκων, ὁ ὑπὸ Φοινίκων ἀνευρεθείς, τὰ δὲ μέταλλα τὰ φοινικικὰ Ἡρόδ. 6. 47, Θουκ. 6. 46, κλπ.· ἐνίοτε ὡς τὸ Ὠγύγιος, εἰς δήλωσιν μεγάλης ἀρχαιότητος, Πλάτ. Πολ. 414C· ― βραδύτερον ὡσαύτως, Καρχηδονικός, ὡς ἐν τῷ fides Punica, εἰς δήλωσιν πανουργίας καὶ δόλου, Φ. στρατήγημα Πολύβ. 3. 78, 1· φ. τι ψεῦδος Εὐστ. 1757 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ Φοινικικὸν τρόπον, Διογέν. Λαέρτ. 7. 25· ― (Φοινικός, ή, όν, εἶναι συχνὸν ἁμάρτημα τῶν ἀντιγραφέων, ἴδε Wimmer εἰς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3, Διονύσ. Ἁλ. 1. 6 καὶ 8., 2. 66. κλπ. ΙΙ. = φοινίκεος, ἐρυθρός, μεταφορ., κακὰ φοιν., οἱονεὶ βαθέος χρώματος, μεγάλην κακίαν ἔχοντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 303· ἴδε Br. καὶ Dind. αὐτόθι 1173.

Greek Monotonic

Φοινῑκικός: -ή, -όν,
I. Φοινικικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει αρχαιότητα, σε Πλάτ.· έπειτα, Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει πανουργία, σε Πολύβ.
II. φοινικικός = φοινίκειος· μεταφ., κακὰ φοινικικά, «με βαθιά κακία», σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Φοινῑκικός, ή, όν
I. Phoenician, Hdt., etc.; sometimes to express great antiquity, Plat.:—later, Punic, to express treachery, Polyb.
II. φοινικικός, = φοινίκεος; metaph., κακὰ φοινικικά "of deep dye, " Ar. φοινῑκιοῦς, οῦσσα, οῦν, = φοινίκεος, Ar.