Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύειος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syeios
|Transliteration C=syeios
|Beta Code=su/eios
|Beta Code=su/eios
|Definition=[<b class="b3">ῠ], α, ον,</b> (σῦς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of swine</b>, <b class="b3">χρῖμα σ</b>. <b class="b2">hogs'</b>-lard, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.4.13</span>; <b class="b3">τὰ σ</b>. (sc. <b class="b3">κρέα</b>) <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>20</span>; <b class="b3">σ. δίκτυα</b> hunting nets, Aen. Tact.<span class="bibl">11.6</span>.</span>
|Definition=[ῠ], α, ον, ([[σῦς]]) [[of swine]], <b class="b3">χρῖμα σ.</b> [[hogs]]'-lard, X.''An.''4.4.13; <b class="b3">τὰ σ.</b> (''[[sc.]]'' [[κρέα]]) Luc.''Hist.Conscr.''20; <b class="b3">σ. δίκτυα</b> hunting nets, Aen. Tact.11.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] vom Schweine; Xen. An. 4, 4, 13; Luc. hist. conscr. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] vom Schweine; Xen. An. 4, 4, 13; Luc. hist. conscr. 20.
}}
{{ls
|lstext='''σύειος''': -α, -ον, (σῦς) [[χοίρειος]], [[χοίρινος]], Λατ. suilles, [[χρῖσμα]] σ. [[λίπος]] χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 ([[ἔνθα]] ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de porc ; τὰ σύεια ([[κρέα]]) viande de porc.<br />'''Étymologie:''' [[σῦς]].
|btext=α, ον :<br />de porc ; τὰ σύεια ([[κρέα]]) viande de porc.<br />'''Étymologie:''' [[σῦς]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=-εία, -ον Α [[σῡς]]<br />[[χοιρινός]], [[γουρουνήσιος]] (α. «χρῑμα... σύειον», <b>Ξεν.</b><br />β. «σύεια δίκτυα» — δίχτια θηρευτικά, βρόχοι, Αιν.).
|elnltext=σύειος -α -ον [σῦς] van varkens, varkens-.
}}
{{elru
|elrutext='''σύειος:''' [[свиной]] ([[χρῖσμα]] Xen.).
}}
{{ls
|lstext='''σύειος''': -α, -ον, (σῦς) [[χοίρειος]], [[χοίρινος]], Λατ. suilles, [[χρῖσμα]] σ. [[λίπος]] χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 ([[ἔνθα]] ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -ον Α [[σῡς]]<br />[[χοιρινός]], [[γουρουνήσιος]] (α. «χρῑμα... σύειον», <b>Ξεν.</b><br />β. «σύεια δίκτυα» — δίχτια θηρευτικά, βρόχοι, Αιν.).
|mltxt=-εία, -ον Α [[σῡς]]<br />[[χοιρινός]], [[γουρουνήσιος]] (α. «χρῖμα... σύειον», <b>Ξεν.</b><br />β. «σύεια δίκτυα» — δίχτια θηρευτικά, βρόχοι, Αιν.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύειος:''' -α, -ον ([[σῦς]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγριογούρουνα, [[χοιρινός]], Λατ. [[suillus]], σε Ξεν., Λουκ.
|lsmtext='''σύειος:''' -α, -ον ([[σῦς]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγριογούρουνα, [[χοιρινός]], Λατ. [[suillus]], σε Ξεν., Λουκ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=σύειος -α -ον [σῦς] van varkens, varkens-.
|mdlsjtxt=[[σύειος]], η, ον [σῦς]<br />of [[swine]], Lat. [[suillus]], Xen., Luc.
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύειος Medium diacritics: σύειος Low diacritics: σύειος Capitals: ΣΥΕΙΟΣ
Transliteration A: sýeios Transliteration B: syeios Transliteration C: syeios Beta Code: su/eios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, (σῦς) of swine, χρῖμα σ. hogs'-lard, X.An.4.4.13; τὰ σ. (sc. κρέα) Luc.Hist.Conscr.20; σ. δίκτυα hunting nets, Aen. Tact.11.6.

German (Pape)

[Seite 972] vom Schweine; Xen. An. 4, 4, 13; Luc. hist. conscr. 20.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de porc ; τὰ σύεια (κρέα) viande de porc.
Étymologie: σῦς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύειος -α -ον [σῦς] van varkens, varkens-.

Russian (Dvoretsky)

σύειος: свиной (χρῖσμα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

σύειος: -α, -ον, (σῦς) χοίρειος, χοίρινος, Λατ. suilles, χρῖσμα σ. λίπος χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 (ἔνθα ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11.

Greek Monolingual

-εία, -ον Α σῡς
χοιρινός, γουρουνήσιος (α. «χρῖμα... σύειον», Ξεν.
β. «σύεια δίκτυα» — δίχτια θηρευτικά, βρόχοι, Αιν.).

Greek Monotonic

σύειος: -α, -ον (σῦς), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγριογούρουνα, χοιρινός, Λατ. suillus, σε Ξεν., Λουκ.

Middle Liddell

σύειος, η, ον [σῦς]
of swine, Lat. suillus, Xen., Luc.