ἰωγή: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iogi
|Transliteration C=iogi
|Beta Code=i)wgh/
|Beta Code=i)wgh/
|Definition=ἡ, Ep. word, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shelter</b>, <b class="b3">Βορέω ὑπ' ἰωγῇ</b> under <b class="b2">shelter</b> from the north wind, <span class="bibl">Od.14.533</span>.</span>
|Definition=ἡ, Ep. word, [[shelter]], <b class="b3">Βορέω ὑπ' ἰωγῇ</b> under [[shelter]] from the north wind, Od.14.533.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ἡ, Schirm, Schutz, VLL. [[σκέπη]]; Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, im Schutze gegen den Nordwind, Od. 14, 533. Vgl. ἐπιωγή.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ἡ, Schirm, Schutz, VLL. [[σκέπη]]; Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, im Schutze gegen den Nordwind, Od. 14, 533. Vgl. ἐπιωγή.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />refuge, abri contre (le vent) gén..<br />'''Étymologie:''' p. *ϜιϜωγή, de la R. Ϝαγ briser &gt; [[ἄγνυμι]], <i>litt.</i> lieu où se brisent le vent <i>ou</i> les vagues.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰωγή:''' ἡ укрытие, убежище: Βορέω ὑπ᾽ ἰωγῇ Hom. укрывшись от (досл. под защитой) холодного ветра.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰωγή''': ἡ, Ἐπικ. [[λέξις]] ὡς τὸ [[σκέπας]], [[σκέπη]], Βορέω ὑπ’ [[ἰωγή]], ὑπὸ σκέπην ἀπὸ τὸν βόρειον ἄνεμον, Ὀδ. Ξ. 533.
|lstext='''ἰωγή''': ἡ, Ἐπικ. [[λέξις]] ὡς τὸ [[σκέπας]], [[σκέπη]], Βορέω ὑπ’ [[ἰωγή]], ὑπὸ σκέπην ἀπὸ τὸν βόρειον ἄνεμον, Ὀδ. Ξ. 533.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />refuge, abri contre (le vent) gén..<br />'''Étymologie:''' p. *ϜιϜωγή, de la R. Ϝαγ briser &gt; [[ἄγνυμι]], <i>litt.</i> lieu où se brisent le vent <i>ou</i> les vagues.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰωγή]], ἡ (Α)<br />[[σκέπη]], [[στέγη]] («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — [[κάτω]] από [[στέγη]] από τον βόρειο άνεμο, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FıFωγ</i>-<i>ή</i>, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>Fωγ</i>-) του ρ. <i>ἄγνυ</i>-<i>μι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐπιωγή</i>) και διπλασιασμό (<i>Fı</i>-). Είναι [[επίσης]] πιθ. ο τ. [[ἰωγή]] να προήλθε από τη λ. <i>ἐπι</i>-<i>ωγή</i> με εσφαλμένη [[σύντμηση]]: <i>ἐπ</i>-[[ιωγή]]].
|mltxt=[[ἰωγή]], ἡ (Α)<br />[[σκέπη]], [[στέγη]] («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — [[κάτω]] από [[στέγη]] από τον βόρειο άνεμο, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FıFωγ</i>-<i>ή</i>, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>Fωγ</i>-) του ρ. <i>ἄγνυ</i>-<i>μι</i> ([[πρβλ]]. <i>ἐπιωγή</i>) και διπλασιασμό (<i>Fı</i>-). Είναι [[επίσης]] πιθ. ο τ. [[ἰωγή]] να προήλθε από τη λ. <i>ἐπι</i>-<i>ωγή</i> με εσφαλμένη [[σύντμηση]]: <i>ἐπ</i>-[[ιωγή]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰωγή:''' ἡ, [[σκεπή]], <i>Βορέω ὑπ' ἰωγῇ</i>, [[κάτω]] από [[καταφύγιο]] από τον βόρειο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἰωγή:''' ἡ, [[σκεπή]], <i>Βορέω ὑπ' ἰωγῇ</i>, [[κάτω]] από [[καταφύγιο]] από τον βόρειο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''ἰωγή:''' ἡ укрытие, убежище: Βορέω ὑπ᾽ ἰωγῇ Hom. укрывшись от (досл. под защитой) холодного ветра.
|etymtx=See also: s. [[ἐπιωγαί]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰωγή]], ἡ,<br />[[shelter]], Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under [[shelter]] from the [[north]]-[[wind]], Od. [deriv. uncertain]
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἰωγή''': (ξ 533)<br />{iōgḗ}<br />'''See also''': s. [[ἐπιωγαί]].<br />'''Page''' 1,747
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[refugio]] como advoc. de Hécate-Selene Ἑκάτη, πολυώνυμε, παρθένε, Κούρα, <ἐ>λθέ, θεά, <κ>έλομαι, ἅλωος φυλακὰ καὶ ἰωγή <b class="b3">Hécate, que tienes muchos nombres, doncella, Core, ven, diosa, te invoco, guardiana propicia y refugio</b> P IV 2747
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰωγή Medium diacritics: ἰωγή Low diacritics: ιωγή Capitals: ΙΩΓΗ
Transliteration A: iōgḗ Transliteration B: iōgē Transliteration C: iogi Beta Code: i)wgh/

English (LSJ)

ἡ, Ep. word, shelter, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under shelter from the north wind, Od.14.533.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Schirm, Schutz, VLL. σκέπη; Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, im Schutze gegen den Nordwind, Od. 14, 533. Vgl. ἐπιωγή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
refuge, abri contre (le vent) gén..
Étymologie: p. *ϜιϜωγή, de la R. Ϝαγ briser > ἄγνυμι, litt. lieu où se brisent le vent ou les vagues.

Russian (Dvoretsky)

ἰωγή: ἡ укрытие, убежище: Βορέω ὑπ᾽ ἰωγῇ Hom. укрывшись от (досл. под защитой) холодного ветра.

Greek (Liddell-Scott)

ἰωγή: ἡ, Ἐπικ. λέξις ὡς τὸ σκέπας, σκέπη, Βορέω ὑπ’ ἰωγή, ὑπὸ σκέπην ἀπὸ τὸν βόρειον ἄνεμον, Ὀδ. Ξ. 533.

English (Autenrieth)

shelter; βορέω, ‘from’ the wind, Od. 14.533†. Cf. ἐπιωγαί.

Spanish

refugio

Greek Monolingual

ἰωγή, ἡ (Α)
σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < FıFωγ-ή, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (-Fωγ-) του ρ. ἄγνυ-μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (-). Είναι επίσης πιθ. ο τ. ἰωγή να προήλθε από τη λ. ἐπι-ωγή με εσφαλμένη σύντμηση: ἐπ-ιωγή].

Greek Monotonic

ἰωγή: ἡ, σκεπή, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, κάτω από καταφύγιο από τον βόρειο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

See also: s. ἐπιωγαί.

Middle Liddell

ἰωγή, ἡ,
shelter, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under shelter from the north-wind, Od. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἰωγή: (ξ 533)
{iōgḗ}
See also: s. ἐπιωγαί.
Page 1,747

Léxico de magia

refugio como advoc. de Hécate-Selene Ἑκάτη, πολυώνυμε, παρθένε, Κούρα, <ἐ>λθέ, θεά, <κ>έλομαι, ἅλωος φυλακὰ καὶ ἰωγή Hécate, que tienes muchos nombres, doncella, Core, ven, diosa, te invoco, guardiana propicia y refugio P IV 2747