ἀκατάπαυστος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(1) |
mNo edit summary |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatapafstos | |Transliteration C=akatapafstos | ||
|Beta Code=a)kata/paustos | |Beta Code=a)kata/paustos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατάπαυστον,<br><span class="bld">A</span> [[not to be set at rest]], [[incessant]], Plb.4.17.4, [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.67, etc.; [[that cannot cease from]], τινός ''2 Ep.Pet.''2.14. Adv. [[ἀκαταπαύστως]] = [[incessantly]] Sch.A.R.1.1001.<br><span class="bld">II</span> [[not to be checked]], [[irresistible]], PMag.Par.1.2364. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incesante]] ἀκατάπαυστοι στάσεις continuas disensiones</i> Plb.4.17.4, συμφορά Plu.2.114e, ἔρως μανικὸς καὶ ἀ. <i>Suppl.Mag</i>.41.12<br /><b class="num">•</b>neutr. adv. [[incesantemente]], [[sin parar]] Thdr.Samothr.1, Sch.A.R.4.923, <i>PMag</i>.4.2365, c. gen. ὀφθαλμοὶ ... ἀκατάπαυστοι ἁμαρτίας ojos que no cesan de pecar</i> 2<i>Ep.Petr</i>.2.14<br /><b class="num">•</b>[[eterno]], [[inextinguible]] πῦρ Clem.Al.<i>Paed</i>.3.11.83.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no puede ser parado]], [[irresistible]] ὁρμή [[Diodorus Siculus|D.S.]]11.67.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀκαταπαύστως]] = [[incesantemente]], [[sin fin]] Chrysipp.<i>Log</i>.12.27, Corn.<i>ND</i> 15, Ar.Did.37<br /><b class="num">•</b>[[eternamente]] Cyr.Al.M.77.1136A. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans fin ; [[ἀκατάπαυστος]] [[ἀρχή]] pouvoir à vie.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καταπαύω]]. | |btext=ος, ον :<br />sans fin ; [[ἀκατάπαυστος]] [[ἀρχή]] pouvoir à vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταπαύω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>ohne Ende, [[immerwährend]]</i>, [[ἀρχή]] Plut. <i>Arat</i>. 26; τὸ μοναρχίας ἀκ. <i>Caes</i>. 57; στάσεις, <i>nicht beizulegen</i>, Pol. 4.17.4; Diod. 11.67; ἁμαρτίας, <i>[[fortwährend]]</i> [[sündigend]], [[NT]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀκατάπαυστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[непрерывный]], [[нескончаемый]], [[неунимающийся]] (στάσεις Polyb.; [[ὁρμή]] Diod.; ἀ. ἁμαρτίας NT);<br /><b class="num">2</b> [[постоянный]], [[пожизненный]] ([[ἀρχή]] Plut.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀκατάπαυστος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, [[ἀδιάλειπτος]], Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002. | |||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott | ||
|astxt= | |astxt=[[ἀκατάπαυστος]], -ον (< [[καταπαύω]]), <br />[[that]] cannot [[cease]], [[not]] to be restrained: c. gen. rei, II Pe 2:14, T, Tr. txt. † | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 37: | ||
|lsmtext='''ἀκατάπαυστος:''' -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει [[κάτι]], να παύσει την [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀκατάπαυστος:''' -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει [[κάτι]], να παύσει την [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[καταπαύομαι]<br />that cannot [[cease]] from τινός NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':¢kat£paustoj 阿-卡他-袍士拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-向下-站<br />'''字義溯源''':無約束的,不止息的,不止住;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[καταπαύω]])=歇息)組成;其中 ([[καταπαύω]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[παύω]])*=止住)組成<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不止息的(1) 彼後2:14 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 3 November 2024
English (LSJ)
ἀκατάπαυστον,
A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannot cease from, τινός 2 Ep.Pet.2.14. Adv. ἀκαταπαύστως = incessantly Sch.A.R.1.1001.
II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incesante ἀκατάπαυστοι στάσεις continuas disensiones Plb.4.17.4, συμφορά Plu.2.114e, ἔρως μανικὸς καὶ ἀ. Suppl.Mag.41.12
•neutr. adv. incesantemente, sin parar Thdr.Samothr.1, Sch.A.R.4.923, PMag.4.2365, c. gen. ὀφθαλμοὶ ... ἀκατάπαυστοι ἁμαρτίας ojos que no cesan de pecar 2Ep.Petr.2.14
•eterno, inextinguible πῦρ Clem.Al.Paed.3.11.83.
2 fig. que no puede ser parado, irresistible ὁρμή D.S.11.67.
II adv. ἀκαταπαύστως = incesantemente, sin fin Chrysipp.Log.12.27, Corn.ND 15, Ar.Did.37
•eternamente Cyr.Al.M.77.1136A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fin ; ἀκατάπαυστος ἀρχή pouvoir à vie.
Étymologie: ἀ, καταπαύω.
German (Pape)
ohne Ende, immerwährend, ἀρχή Plut. Arat. 26; τὸ μοναρχίας ἀκ. Caes. 57; στάσεις, nicht beizulegen, Pol. 4.17.4; Diod. 11.67; ἁμαρτίας, fortwährend sündigend, NT.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάπαυστος:
1 непрерывный, нескончаемый, неунимающийся (στάσεις Polyb.; ὁρμή Diod.; ἀ. ἁμαρτίας NT);
2 постоянный, пожизненный (ἀρχή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάπαυστος: -ον, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, ἀδιάλειπτος, Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.
English (Abbott-Smith)
ἀκατάπαυστος, -ον (< καταπαύω),
that cannot cease, not to be restrained: c. gen. rei, II Pe 2:14, T, Tr. txt. †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of καταπαύω; unrefraining: that cannot cease.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάπαυστος, -ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, -η, -ο) καταπαύω
ο ασταμάτητος, ο συνεχής
«ακατάπαυστοι πόνοι»
αρχ.
«ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4)
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι
«ὀφθαλμοὺς ἔχοντας μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἀμαρτίας» (ΚΔ Επιστ. Πέτρου 2, 2, 14)
2. ο ακατάσχετος, ο αχαλίνωτος.
Greek Monotonic
ἀκατάπαυστος: -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει κάτι, να παύσει την εκτέλεση ενός πράγματος, τινός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[καταπαύομαι]
that cannot cease from τινός NTest.
Chinese
原文音譯:¢kat£paustoj 阿-卡他-袍士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-站
字義溯源:無約束的,不止息的,不止住;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καταπαύω)=歇息)組成;其中 (καταπαύω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(παύω)*=止住)組成
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 不止息的(1) 彼後2:14