ἐξαπονέομαι: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksaponeomai
|Transliteration C=eksaponeomai
|Beta Code=e)capone/omai
|Beta Code=e)capone/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">return out of</b>, <span class="bibl">Il.16.252</span>,<span class="bibl">20.212</span> (or <b class="b3">ἐξ ἀ</b>.).</span>
|Definition=[[return out of]], Il.16.252,20.212 (or <b class="b3">ἐξ ἀ.</b>).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον.
}}
{{bailly
|btext=<i>prés. inf. épq.</i> ἐξαπονέεσθαι;<br />[[revenir de]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀπονέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαπονέομαι:''' [[возвращаться]] (μάχης Hom. - [[varia lectio|v.l.]] ἐξ [[ἀπονέομαι]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαπονέομαι''': παθ., [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ [[διῃρημένως]], μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.
|lstext='''ἐξαπονέομαι''': παθ., [[ἐπανέρχομαι]] ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ [[διῃρημένως]], μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.
}}
{{bailly
|btext=<i>prés. inf. épq.</i> ἐξαπονέεσθαι;<br />revenir de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀπονέομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ἐξαπονέομαι:''' Παθ., [[επανέρχομαι]] από, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐξαπονέομαι:''' Παθ., [[επανέρχομαι]] από, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἐξαπονέομαι:''' возвращаться (μάχης Hom. - v. l. ἐξ [[ἀπονέομαι]]).
|mdlsjtxt=Pass. to [[return]] out of, Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπονέομαι Medium diacritics: ἐξαπονέομαι Low diacritics: εξαπονέομαι Capitals: ΕΞΑΠΟΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: exaponéomai Transliteration B: exaponeomai Transliteration C: eksaponeomai Beta Code: e)capone/omai

English (LSJ)

return out of, Il.16.252,20.212 (or ἐξ ἀ.).

German (Pape)

[Seite 871] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον.

French (Bailly abrégé)

prés. inf. épq. ἐξαπονέεσθαι;
revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἀπονέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαπονέομαι: возвращаться (μάχης Hom. - v.l. ἐξ ἀπονέομαι).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπονέομαι: παθ., ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ διῃρημένως, μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.

English (Autenrieth)

μάχης ἐξᾶπονέεσθαι, return out of the battle. (Il.) (ᾶ a necessity of the rhythm.)

Greek Monolingual

ἐξαπονέομαι (Α)
επικ. τ.
επιστρέφω, επανέρχομαι από κάπου («σόον δ' ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι» — δεν συγχώρησε να επιστρέψει σώος από τη μάχη, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-νέομαι «επιστρέφω»].

Greek Monotonic

ἐξαπονέομαι: Παθ., επανέρχομαι από, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Pass. to return out of, Il.