θυμαλγής: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(2b)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymalgis
|Transliteration C=thymalgis
|Beta Code=qumalgh/s
|Beta Code=qumalgh/s
|Definition=ές, (ἀλγέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">heart-grieving</b>, χόλος <span class="bibl">Il.4.513</span>; λώβη <span class="bibl">9.387</span>, <span class="bibl">Od.20.285</span>; <b class="b3">μῦθος, ἔπος</b>, <span class="bibl">8.272</span>, <span class="bibl">16.69</span>, <span class="bibl">Hdt.1.129</span>; μέρμηραι <span class="title">IG</span>14.1942.11. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">inly grieving</b>, [<b class="b3">καρδία</b>] <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1031</span> (lyr.).</span>
|Definition=θυμαλγές, ([[ἀλγέω]])<br><span class="bld">A</span> [[heart]]-[[grieve|grieving]], χόλος Il.4.513; λώβη 9.387, Od.20.285; [[μῦθος]], [[ἔπος]], 8.272, 16.69, [[Herodotus|Hdt.]]1.129; μέρμηραι ''IG''14.1942.11.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[inly]] [[grieve|grieving]], ([[καρδία]]) [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1031 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] ές, herzkränkend; [[χόλος]] Il. 4, 513; [[λώβη]] 9, 387 Od. 18, 347; [[ὕβρις]] 23, 64; [[δεσμός]] 22, 189; [[κάματος]] 20, 285; [[ἔπος]], [[μῦθος]], 16, 69. 8, 272, wie Her. 1, 129; sp. D., z. B. μέρμηραι Ep. ad. 718 (App. 349). – Auch [[καρδία]], Schmerz empfindend, Aesch. Ag. 1002.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] ές, herzkränkend; [[χόλος]] Il. 4, 513; [[λώβη]] 9, 387 Od. 18, 347; [[ὕβρις]] 23, 64; [[δεσμός]] 22, 189; [[κάματος]] 20, 285; [[ἔπος]], [[μῦθος]], 16, 69. 8, 272, wie Her. 1, 129; sp. D., z. B. μέρμηραι Ep. ad. 718 (App. 349). – Auch [[καρδία]], Schmerz empfindend, Aesch. Ag. 1002.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[douloureux]], [[affligeant]];<br /><b>2</b> [[affligé]].<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[ἀλγέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμαλγής:'''<br /><b class="num">1</b> [[причиняющий душевную боль]], [[больно уязвляющий]] ([[λώβη]], [[ὕβρις]], [[μῦθος]] Hom.; ἔπεα Her.; μέρμηραι Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[огорченный]], [[страдающий]] ([[καρδία]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμαλγής''': -ές, ([[ἀλγέω]]) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ [[αὐτόθι]] 118· δεσμῷ Χ. 139· [[μῦθος]] Θ. 272· [[ἔπος]] Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις [[θυμηδής]], [[θυμήρης]]. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031.
|lstext='''θῡμαλγής''': -ές, ([[ἀλγέω]]) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ [[αὐτόθι]] 118· δεσμῷ Χ. 139· [[μῦθος]] Θ. 272· [[ἔπος]] Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις [[θυμηδής]], [[θυμήρης]]. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> douloureux, affligeant;<br /><b>2</b> affligé.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[ἀλγέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυμαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[λόγια]]) αυτός που θλίβει την [[ψυχή]], που επιφέρει [[ψυχικό]] πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς [[καρδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>καρδι</i>-<i>αλγής</i>].
|mltxt=[[θυμαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[λόγια]]) αυτός που θλίβει την [[ψυχή]], που επιφέρει [[ψυχικό]] πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς [[καρδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]), [[πρβλ]]. [[βαρυαλγής]], [[καρδιαλγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῡμαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που θρηνεί εκ βάθους καρδίας, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., είμαι ενδόμυχα [[θλιμμένος]], [[καρδία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θῡμαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που θρηνεί εκ βάθους καρδίας, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., είμαι ενδόμυχα [[θλιμμένος]], [[καρδία]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''θῡμαλγής:''' <b class="num">1)</b> причиняющий душевную боль, больно уязвляющий ([[λώβη]], [[ὕβρις]], [[μῦθος]] Hom.; ἔπεα Her.; μέρμηραι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> огорченный, страдающий ([[καρδία]] Aesch.).
|mdlsjtxt=θῡμ-αλγής, ές [[ἀλγέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[heart]]-grieving, Hom., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. inly grieving, [[καρδία]] Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμαλγής Medium diacritics: θυμαλγής Low diacritics: θυμαλγής Capitals: ΘΥΜΑΛΓΗΣ
Transliteration A: thymalgḗs Transliteration B: thymalgēs Transliteration C: thymalgis Beta Code: qumalgh/s

English (LSJ)

θυμαλγές, (ἀλγέω)
A heart-grieving, χόλος Il.4.513; λώβη 9.387, Od.20.285; μῦθος, ἔπος, 8.272, 16.69, Hdt.1.129; μέρμηραι IG14.1942.11.
II Pass., inly grieving, (καρδία) A.Ag.1031 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1222] ές, herzkränkend; χόλος Il. 4, 513; λώβη 9, 387 Od. 18, 347; ὕβρις 23, 64; δεσμός 22, 189; κάματος 20, 285; ἔπος, μῦθος, 16, 69. 8, 272, wie Her. 1, 129; sp. D., z. B. μέρμηραι Ep. ad. 718 (App. 349). – Auch καρδία, Schmerz empfindend, Aesch. Ag. 1002.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 douloureux, affligeant;
2 affligé.
Étymologie: θυμός, ἀλγέω.

Russian (Dvoretsky)

θῡμαλγής:
1 причиняющий душевную боль, больно уязвляющий (λώβη, ὕβρις, μῦθος Hom.; ἔπεα Her.; μέρμηραι Anth.);
2 огорченный, страдающий (καρδία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμαλγής: -ές, (ἀλγέω) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ αὐτόθι 118· δεσμῷ Χ. 139· μῦθος Θ. 272· ἔπος Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις θυμηδής, θυμήρης. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031.

Greek Monolingual

θυμαλγής, -ές (Α)
1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.)
2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + -αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυαλγής, καρδιαλγής].

Greek Monotonic

θῡμαλγής: -ές (ἀλγέω),
I. αυτός που θρηνεί εκ βάθους καρδίας, σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. Παθ., είμαι ενδόμυχα θλιμμένος, καρδία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θῡμ-αλγής, ές ἀλγέω
I. heart-grieving, Hom., Hdt.
II. pass. inly grieving, καρδία Aesch.