ἵζημα: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(2b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=izima | |Transliteration C=izima | ||
|Beta Code=i(/zhma | |Beta Code=i(/zhma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[subsidence]], [[sinking]], ἰσθμὸς ἵ. λαμβάνει Str.1.3.17, cf. 2.3.6, Plu.2.434c (pl.): metaph., of language, ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα Longin.9.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1244.png Seite 1244]] τό, das sich Setzen, die Senkung; διαστὰς ὁ ἰσθμὸς ἢ [[ἵζημα]] λαβών Strab. I, 58; vgl. Plut. def. orac. 44. – Von der Rede im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1244.png Seite 1244]] τό, das sich Setzen, die Senkung; διαστὰς ὁ ἰσθμὸς ἢ [[ἵζημα]] λαβών Strab. I, 58; vgl. Plut. def. orac. 44. – Von der Rede im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ὕψος]], Longin. 9, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[enfoncement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἵζημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[опускание]], [[оседание]]: ἱζήματα λαμβάνειν Plut. (о земле) оседать, оползать;<br /><b class="num">2</b> рит. низкий стиль, вульгарность. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἵζημα''': τό, τὸ κατακάθισμα, βύθισις, [[ὑποχώρησις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], γῆ [[ἵζημα]] λαμβάνει Στράβ. 58, 102, Πλούτ. 2. 434Β. 2) ἐπὶ γλώσσης, [[βάθος]], ἀντίθετον τῷ [[ὕψος]], Λογγῖνος 9. 13. | |lstext='''ἵζημα''': τό, τὸ κατακάθισμα, βύθισις, [[ὑποχώρησις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], γῆ [[ἵζημα]] λαμβάνει Στράβ. 58, 102, Πλούτ. 2. 434Β. 2) ἐπὶ γλώσσης, [[βάθος]], ἀντίθετον τῷ [[ὕψος]], Λογγῖνος 9. 13. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα | |mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα», Λογγίν.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, subsidence, sinking, ἰσθμὸς ἵ. λαμβάνει Str.1.3.17, cf. 2.3.6, Plu.2.434c (pl.): metaph., of language, ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα Longin.9.13.
German (Pape)
[Seite 1244] τό, das sich Setzen, die Senkung; διαστὰς ὁ ἰσθμὸς ἢ ἵζημα λαβών Strab. I, 58; vgl. Plut. def. orac. 44. – Von der Rede im Gegensatz von ὕψος, Longin. 9, 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enfoncement.
Étymologie: ἵζω.
Russian (Dvoretsky)
ἵζημα: ατος τό
1 опускание, оседание: ἱζήματα λαμβάνειν Plut. (о земле) оседать, оползать;
2 рит. низкий стиль, вульгарность.
Greek (Liddell-Scott)
ἵζημα: τό, τὸ κατακάθισμα, βύθισις, ὑποχώρησις πρὸς τὰ κάτω, γῆ ἵζημα λαμβάνει Στράβ. 58, 102, Πλούτ. 2. 434Β. 2) ἐπὶ γλώσσης, βάθος, ἀντίθετον τῷ ὕψος, Λογγῖνος 9. 13.
Greek Monolingual
-ήματος, το (Α ἵζημα) ίζω
νεοελλ.
1. κατακάθι, υποστάθμη
2. χημ. το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα διάλυμα υπό την επίδραση κάποιου αντιδραστηρίου
3. γεωλ. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερό
αρχ.
1. καθίζηση, βύθιση, υποχώρηση προς τα κάτω
2. (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) βάθος («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα», Λογγίν.).