Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skioeidis
|Transliteration C=skioeidis
|Beta Code=skioeidh/s
|Beta Code=skioeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shadowy</b>, σκιοειδέα φῦλ' ἀμενηνά <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>686</span> (mockheroic); σ. φαντάσματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>81d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of colours, <b class="b2">dark</b>, καρποί <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>795a33</span>; cf. [[σκιώδης]].</span>
|Definition=σκιοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[shadowy]], σκιοειδέα φῦλ' ἀμενηνά [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''686 (mockheroic); σ. φαντάσματα [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 81d.<br><span class="bld">2</span> of colours, [[dark]], καρποί Arist.''Col.''795a33; cf. [[σκιώδης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ές, schattenartig, schattenähnlich, übh. dunkel, finster, trüb, neblig; φῦλα, Ar. Av. 686; φαντάσματα, Plat. Phaed. 81 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ές, schattenartig, schattenähnlich, übh. dunkel, finster, trüb, neblig; φῦλα, Ar. Av. 686; φαντάσματα, Plat. Phaed. 81 d.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui ressemble aux ombres]].<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[εἶδος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκιοειδής -ες &#91;[[σκιά]], [[εἶδος]]] [[op een schim of schaduw gelijkend]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκιοειδής:'''<br /><b class="num">1</b> [[подобный тени]] (φῦλα Arph.; φαντάσματα Plat.);<br /><b class="num">2</b> темный, темно-серый (''[[sc.]]'' τὸ [[χρῶμα]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιοειδής''': -ές, ὁ ὡς σκιὰ παρερχόμενος, [[σκιώδης]], σκιοειδέα φῦλ’ ἀμενηνὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 686 (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ)· σκιοειδῆ φαντάσματα Πλάτ. Φαίδων 81D· θυσίην σκ. Ἀνθ. Π. 11. 34. ― Ἐπίρρ. –δῶς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 11· πρβλ. [[σκιώδης]].
|lstext='''σκιοειδής''': -ές, ὁ ὡς σκιὰ παρερχόμενος, [[σκιώδης]], σκιοειδέα φῦλ’ ἀμενηνὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 686 (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ)· σκιοειδῆ φαντάσματα Πλάτ. Φαίδων 81D· θυσίην σκ. Ἀνθ. Π. 11. 34. ― Ἐπίρρ. –δῶς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 11· πρβλ. [[σκιώδης]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble aux ombres.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''σκιοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που παρέρχεται σαν [[σκιά]], [[σκιώδης]], [[ομιχλώδης]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''σκιοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που παρέρχεται σαν [[σκιά]], [[σκιώδης]], [[ομιχλώδης]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=σκιοειδής -ες [σκιά, εἶδος] op een schim of schaduw gelijkend.
|mdlsjtxt=σκιο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />fleeting like a [[shadow]], [[shadowy]], Ar., Plat.
}}
}}
{{elru
{{WoodhouseReversedUncategorized
|elrutext='''σκιοειδής:''' <b class="num">1)</b> подобный тени (φῦλα Arph.; φαντάσματα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> темный, темно-серый (sc. τὸ [[χρῶμα]] Arst.).
|woodrun=[[dim]], [[shadowy]], [[spectral]]
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐοειδής Medium diacritics: σκιοειδής Low diacritics: σκιοειδής Capitals: ΣΚΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skioeidḗs Transliteration B: skioeidēs Transliteration C: skioeidis Beta Code: skioeidh/s

English (LSJ)

σκιοειδές,
A shadowy, σκιοειδέα φῦλ' ἀμενηνά Ar.Av.686 (mockheroic); σ. φαντάσματα Pl.Phd. 81d.
2 of colours, dark, καρποί Arist.Col.795a33; cf. σκιώδης.

German (Pape)

[Seite 899] ές, schattenartig, schattenähnlich, übh. dunkel, finster, trüb, neblig; φῦλα, Ar. Av. 686; φαντάσματα, Plat. Phaed. 81 d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble aux ombres.
Étymologie: σκιά, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιοειδής -ες [σκιά, εἶδος] op een schim of schaduw gelijkend.

Russian (Dvoretsky)

σκιοειδής:
1 подобный тени (φῦλα Arph.; φαντάσματα Plat.);
2 темный, темно-серый (sc. τὸ χρῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκιοειδής: -ές, ὁ ὡς σκιὰ παρερχόμενος, σκιώδης, σκιοειδέα φῦλ’ ἀμενηνὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 686 (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ)· σκιοειδῆ φαντάσματα Πλάτ. Φαίδων 81D· θυσίην σκ. Ἀνθ. Π. 11. 34. ― Ἐπίρρ. –δῶς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 11· πρβλ. σκιώδης.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. όμοιος με σκιά, σκοτεινός («σκιοειδῆ φαντάσματα», Πλάτ.)
2. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + συνδ. φων. -ο- + -ειδής].

Greek Monotonic

σκιοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που παρέρχεται σαν σκιά, σκιώδης, ομιχλώδης, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

σκιο-ειδής, ές εἶδος
fleeting like a shadow, shadowy, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

dim, shadowy, spectral

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)