φθινάς: Difference between revisions
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
(4b) |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthinas | |Transliteration C=fthinas | ||
|Beta Code=fqina/s | |Beta Code=fqina/s | ||
|Definition= | |Definition=φθινάδος, ἡ, ([[φθίνω]]) intr.,<br><span class="bld">A</span> [[wasting]], [[waning]], μηνῶν φ. ἁμέρα E.''Heracl.''779 (lyr.); φ. ὥρα Heraclit.''All.''71; ἕως διχοτόμου φθινάδος Str.3.5.8.<br><span class="bld">II</span> Act., [[wasting]], νόσοι [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''819 (anap.); τηκεδόνες Ph. 2.432; <b class="b3">φ. νόσος</b>, technically, [[consumption]], = [[φθίσις]], Hp.''Gland.''14 (pl.), Paus.5.26.5; and without [[νόσος]], Hp.''Mul.''1.2; also; = [[empyema]], Ruf.''Ren.Ves.''2.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] άδος, ἡ, 1) intr., abnehmend, schwindend, zu Ende gehend, [[σελήνη]], [[ἡμέρα]] u. vgl., φθινὰς μηνῶν ὰμέρα Eur. Heracl. 779. – 2) akt., abnehmen od. schwinden machend, verzehrend, [[νόσος]], die Auszehrung, die Schwindsucht; Hippocr.; Plut. Galb. 17; allgemeiner, [[οὔτε]] φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις Soph. Ant. 813. S. das Vor. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] άδος, ἡ, 1) intr., abnehmend, schwindend, zu Ende gehend, [[σελήνη]], [[ἡμέρα]] u. vgl., φθινὰς μηνῶν ὰμέρα Eur. Heracl. 779. – 2) akt., abnehmen od. schwinden machend, verzehrend, [[νόσος]], die Auszehrung, die Schwindsucht; Hippocr.; Plut. Galb. 17; allgemeiner, [[οὔτε]] φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις Soph. Ant. 813. S. das Vor. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[qui fait dépérir]], [[qui consume]].<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φθῐνάς:''' άδος (ᾰ) adj. f [[φθίνω]]<br /><b class="num">1</b> [[близящийся к концу]], [[склоняющийся к закату]] ([[ἁμέρα]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[губительный]] ([[νόσος]] Soph., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθῐνάς''': -άδος, ἡ, ([[φθίνω]]) ἀμεταβ., ἡ φθίνουσα, ἡ ἐλαττουμένη ἢ πρὸς τὸ [[τέλος]] ἐγγίζουσα, μηνῶν φ. [[ἡμέρα]] Εὐρ. | |lstext='''φθῐνάς''': -άδος, ἡ, ([[φθίνω]]) ἀμεταβ., ἡ φθίνουσα, ἡ ἐλαττουμένη ἢ πρὸς τὸ [[τέλος]] ἐγγίζουσα, μηνῶν φ. [[ἡμέρα]] Εὐρ. Ἡρακλ. 779· φ. ὥρα Ἡρακλ. Ἀλληγ. σ. 71· ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάπτωσιν, ἐλάττωσιν, φθοράν, φθ. νόσοι Σοφ. Ἀντιγόνη 819· φθ. [[νόσος]], ὡς τεχνικὸς ὅρος, = [[φθίσις]], Ἱππ. 273. 9, Παυσ.· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[νόσος]], Ἱππ. Ἀφορ. 1247· πρβλ. [[φθινώδης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει [[προς]] το [[τέρμα]] («[[οὐδέ]] λάθει μηνῶν φθινὰς [[ἁμέρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτή που επιφέρει [[ελάττωση]] ή [[φθορά]] ή και [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> α) (σε [[συνεκφορά]] με τη λ. [[νόσος]]) [[φθίση]], [[φυματίωση]]<br />β) ([[χωρίς]] τη λ. [[νόσος]]) [[συγκέντρωση]] πύου σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό [[σημείο]] του σώματος, [[εμπύημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθιν</i>- του ρ. [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει [[προς]] το [[τέρμα]] («[[οὐδέ]] λάθει μηνῶν φθινὰς [[ἁμέρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτή που επιφέρει [[ελάττωση]] ή [[φθορά]] ή και [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> α) (σε [[συνεκφορά]] με τη λ. [[νόσος]]) [[φθίση]], [[φυματίωση]]<br />β) ([[χωρίς]] τη λ. [[νόσος]]) [[συγκέντρωση]] πύου σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό [[σημείο]] του σώματος, [[εμπύημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθιν</i>- του ρ. [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἰκμάς]], [[ψεκάς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φθῐνάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[φθίνω]])·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., [[ελάττωση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει [[παρακμή]] ή [[πτώση]], σε Σοφ. | |lsmtext='''φθῐνάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[φθίνω]])·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., [[ελάττωση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει [[παρακμή]] ή [[πτώση]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=φθῐνάς, άδος, [[φθίνω]]<br /><b class="num">I.</b> intr. waning, Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. causing to [[decline]], [[wasting]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:44, 13 November 2024
English (LSJ)
φθινάδος, ἡ, (φθίνω) intr.,
A wasting, waning, μηνῶν φ. ἁμέρα E.Heracl.779 (lyr.); φ. ὥρα Heraclit.All.71; ἕως διχοτόμου φθινάδος Str.3.5.8.
II Act., wasting, νόσοι S.Ant.819 (anap.); τηκεδόνες Ph. 2.432; φ. νόσος, technically, consumption, = φθίσις, Hp.Gland.14 (pl.), Paus.5.26.5; and without νόσος, Hp.Mul.1.2; also; = empyema, Ruf.Ren.Ves.2.36.
German (Pape)
[Seite 1271] άδος, ἡ, 1) intr., abnehmend, schwindend, zu Ende gehend, σελήνη, ἡμέρα u. vgl., φθινὰς μηνῶν ὰμέρα Eur. Heracl. 779. – 2) akt., abnehmen od. schwinden machend, verzehrend, νόσος, die Auszehrung, die Schwindsucht; Hippocr.; Plut. Galb. 17; allgemeiner, οὔτε φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις Soph. Ant. 813. S. das Vor.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
qui fait dépérir, qui consume.
Étymologie: φθίνω.
Russian (Dvoretsky)
φθῐνάς: άδος (ᾰ) adj. f φθίνω
1 близящийся к концу, склоняющийся к закату (ἁμέρα Eur.);
2 губительный (νόσος Soph., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνάς: -άδος, ἡ, (φθίνω) ἀμεταβ., ἡ φθίνουσα, ἡ ἐλαττουμένη ἢ πρὸς τὸ τέλος ἐγγίζουσα, μηνῶν φ. ἡμέρα Εὐρ. Ἡρακλ. 779· φ. ὥρα Ἡρακλ. Ἀλληγ. σ. 71· ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάπτωσιν, ἐλάττωσιν, φθοράν, φθ. νόσοι Σοφ. Ἀντιγόνη 819· φθ. νόσος, ὡς τεχνικὸς ὅρος, = φθίσις, Ἱππ. 273. 9, Παυσ.· καὶ ἄνευ τοῦ νόσος, Ἱππ. Ἀφορ. 1247· πρβλ. φθινώδης.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.)
2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση
3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση
β) (χωρίς τη λ. νόσος) συγκέντρωση πύου σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό σημείο του σώματος, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν- του ρ. φθίνω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ἰκμάς, ψεκάς)].
Greek Monotonic
φθῐνάς: -άδος, ἡ (φθίνω)·
I. αμτβ., ελάττωση, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που επιφέρει παρακμή ή πτώση, σε Σοφ.
Middle Liddell
φθῐνάς, άδος, φθίνω
I. intr. waning, Eur.
II. act. causing to decline, wasting, Soph.