κατεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
(nl)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateksanistamai
|Transliteration C=kateksanistamai
|Beta Code=katecani/stamai
|Beta Code=katecani/stamai
|Definition=aor. 2 Act. <b class="b3">κατεξανέστην</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rise up against, struggle against</b>, τινος <span class="bibl">Ph.2.47</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>6</span>; τῆς τύχης <span class="bibl">Eun. <span class="title">Hist.</span>p.256</span> D.; τοῦ πάθους <span class="bibl">D.S.10.7</span>; <b class="b3">κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος</b> <b class="b2">to be on one's guard against</b>... <span class="bibl">Plb.<span class="title">Fr.</span>172</span>; τοῦ πολέμου <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>22</span>; παντὸς δεινοῦ <span class="bibl">D.S.17.21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">rise</b>, -<b class="b3">ιστάμενα [νέφη</b>] <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span> 8(1).139.</span>
|Definition=aor. 2 Act. [[κατεξανέστην]],<br><span class="bld">A</span> [[rise up against]], [[struggle against]], τινος Ph.2.47, Plu.''Alex.''6; τῆς τύχης Eun. ''Hist.''p.256 D.; τοῦ πάθους [[Diodorus Siculus|D.S.]]10.7; <b class="b3">κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος</b> to [[be on one's guard against]]... Plb.''Fr.''172; τοῦ πολέμου Plu.''Demetr.''22; παντὸς δεινοῦ [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.21.<br><span class="bld">2</span> [[rise]], -<b class="b3">ιστάμενα [νέφη]</b> ''Cat.Cod.Astr.'' 8(1).139.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] (s. [[ἵστημι]]), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] (s. [[ἵστημι]]), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.
}}
{{ls
|lstext='''κατεξανίσταμαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεξανέστην·- ἐγείρομαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, ἐναντιώνομαι, παντὸς δεινοῦ κ. Διόδ. 17. 21· [[οὔτε]] ἀναβάτην προσιέμενος, [[οὔτε]] φωνὴν ὑπομένων, ἀλλ’ ἁπάντων κατεξανιστάμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 6· κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος, προφυλάττομαι [[ἐναντίον]] τοῦ μέλλοντος νὰ συμβῇ, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 53· τοῦ πολέμου κ., γενναίως [[ὑποφέρω]], Πλουτ. Δημήτρ. 22· παντὸς δεινοῦ Διόδ. 17. 21, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel· ὁ [[Νεῖλος]] οὐκ ἀνέχεται ποταμὸς [[εἶναι]], ἀλλὰ κατεξανίσταται τῆς ὄχθης Ἡλιόδ. 2. 28, [[ἐπειδὴ]] δὲ κ. ὡς ἐρωμένης, λαμβανέτω πεῖραν ὡς δεσποίνης 8. 5·- ὁ Ἡσύχ. «κατεξανίσταται· κατεπαίρεται», καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. «καταπλήσσει· καταταράσσει. κατεξανιστᾷ».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> κατεξανέστην;<br /><b>1</b> se soulever, se cabrer contre, gén.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se tenir en garde contre (un danger, une guerre, <i>etc.</i>) gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐξανίστημι]].
|btext=<i>f.</i> κατεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> κατεξανέστην;<br /><b>1</b> se soulever, se cabrer contre, gén.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se tenir en garde contre (un danger, une guerre, <i>etc.</i>) gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐξανίστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-εξανίσταμαι, strijden, zich verzetten tegen, met gen.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεξᾰνίσταμαι:''' (fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)<br /><b class="num">1</b> [[восставать]], [[противоборствовать]], [[сопротивляться]] (τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[быть непокорным]]: κ. ἁπάντων (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки;<br /><b class="num">3</b> [[быть настороже]], [[бдительно следить]] (τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεξανίσταμαι]] (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)<br />εξεγείρομαι, [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπομένω]] γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ πολέμου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξ</i>-<i>αν</i>-[[ίσταμαι]] «εξεγείρομαι»].
|mltxt=[[κατεξανίσταμαι]] (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)<br />εξεγείρομαι, [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («παντὸς δεινοῦ κατεξανίστασθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπομένω]] γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῦ πολέμου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξ</i>-<i>αν</i>-[[ίσταμαι]] «εξεγείρομαι»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεξανίσταμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατ-εξανέστην</i>· σηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[αγωνίζομαι]] ενάντια σε, [[εναντιώνομαι]], <i>τινός</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατεξανίσταμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατ-εξανέστην</i>· σηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[αγωνίζομαι]] ενάντια σε, [[εναντιώνομαι]], <i>τινός</i>, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατεξᾰνίσταμαι:''' (fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)<br /><b class="num">1)</b> восставать, противоборствовать, сопротивляться (τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.);<br /><b class="num">2)</b> быть непокорным: κ. ἁπάντων (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки;<br /><b class="num">3)</b> быть настороже, бдительно следить (τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.).
|lstext='''κατεξανίσταμαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεξανέστην·- ἐγείρομαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, ἐναντιώνομαι, παντὸς δεινοῦ κ. Διόδ. 17. 21· [[οὔτε]] ἀναβάτην προσιέμενος, [[οὔτε]] φωνὴν ὑπομένων, ἀλλ’ ἁπάντων κατεξανιστάμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 6· κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος, προφυλάττομαι [[ἐναντίον]] τοῦ μέλλοντος νὰ συμβῇ, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 53· τοῦ πολέμου κ., γενναίως [[ὑποφέρω]], Πλουτ. Δημήτρ. 22· παντὸς δεινοῦ Διόδ. 17. 21, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel· ὁ [[Νεῖλος]] οὐκ ἀνέχεται ποταμὸς [[εἶναι]], ἀλλὰ κατεξανίσταται τῆς ὄχθης Ἡλιόδ. 2. 28, [[ἐπειδὴ]] δὲ κ. ὡς ἐρωμένης, λαμβανέτω πεῖραν ὡς δεσποίνης 8. 5·- ὁ Ἡσύχ. «κατεξανίσταται· κατεπαίρεται», καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. «καταπλήσσει· καταταράσσει. κατεξανιστᾷ».
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κατ-εξανίσταμαι, strijden, zich verzetten tegen, met gen.
|mdlsjtxt=aor2 act. κατ-εξανέστην<br />Pass. with aor2 act. κατ-εξανέστην, to [[rise]] up [[against]], [[struggle]] [[against]], τινός Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξανίσταμαι Medium diacritics: κατεξανίσταμαι Low diacritics: κατεξανίσταμαι Capitals: ΚΑΤΕΞΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: katexanístamai Transliteration B: katexanistamai Transliteration C: kateksanistamai Beta Code: katecani/stamai

English (LSJ)

aor. 2 Act. κατεξανέστην,
A rise up against, struggle against, τινος Ph.2.47, Plu.Alex.6; τῆς τύχης Eun. Hist.p.256 D.; τοῦ πάθους D.S.10.7; κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος to be on one's guard against... Plb.Fr.172; τοῦ πολέμου Plu.Demetr.22; παντὸς δεινοῦ D.S.17.21.
2 rise, -ιστάμενα [νέφη] Cat.Cod.Astr. 8(1).139.

German (Pape)

[Seite 1395] (s. ἵστημι), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.

French (Bailly abrégé)

f. κατεξαναστήσομαι, ao.2 κατεξανέστην;
1 se soulever, se cabrer contre, gén.;
2 fig. se tenir en garde contre (un danger, une guerre, etc.) gén..
Étymologie: κατά, ἐξανίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εξανίσταμαι, strijden, zich verzetten tegen, met gen.

Russian (Dvoretsky)

κατεξᾰνίσταμαι: (fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)
1 восставать, противоборствовать, сопротивляться (τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.);
2 быть непокорным: κ. ἁπάντων (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки;
3 быть настороже, бдительно следить (τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.).

Greek Monolingual

κατεξανίσταμαι (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)
εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῦ κατεξανίστασθαι», Διόδ.)
αρχ.
1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος», Πολ.)
2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῦ πολέμου», Πλούτ.)
3. αντιστέκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐξ-αν-ίσταμαι «εξεγείρομαι»].

Greek Monotonic

κατεξανίσταμαι: Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ κατ-εξανέστην· σηκώνομαι εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι ενάντια σε, εναντιώνομαι, τινός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξανίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεξανέστην·- ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἀγωνίζομαι κατά τινος, ἐναντιώνομαι, παντὸς δεινοῦ κ. Διόδ. 17. 21· οὔτε ἀναβάτην προσιέμενος, οὔτε φωνὴν ὑπομένων, ἀλλ’ ἁπάντων κατεξανιστάμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 6· κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος, προφυλάττομαι ἐναντίον τοῦ μέλλοντος νὰ συμβῇ, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 53· τοῦ πολέμου κ., γενναίως ὑποφέρω, Πλουτ. Δημήτρ. 22· παντὸς δεινοῦ Διόδ. 17. 21, ἔνθα ἴδε Wessel· ὁ Νεῖλος οὐκ ἀνέχεται ποταμὸς εἶναι, ἀλλὰ κατεξανίσταται τῆς ὄχθης Ἡλιόδ. 2. 28, ἐπειδὴ δὲ κ. ὡς ἐρωμένης, λαμβανέτω πεῖραν ὡς δεσποίνης 8. 5·- ὁ Ἡσύχ. «κατεξανίσταται· κατεπαίρεται», καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. «καταπλήσσει· καταταράσσει. κατεξανιστᾷ».

Middle Liddell

aor2 act. κατ-εξανέστην
Pass. with aor2 act. κατ-εξανέστην, to rise up against, struggle against, τινός Plut.