παραναδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(nl)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paranadyomai
|Transliteration C=paranadyomai
|Beta Code=paranadu/omai
|Beta Code=paranadu/omai
|Definition=Med., with aor. 2 and pf. Act., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">creep, crawl out</b>, ἐκ τῶν λίκνων <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>2</span>.</span>
|Definition=Med., with aor. 2 and pf. Act., [[creep]], [[crawl out]], ἐκ τῶν λίκνων Plu.''Alex.''2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παραναδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />[[sortir d'auprès de]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αναδύομαι erbij opduiken.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> παραναδύσομαι, <i>ao.2</i> παρανέδυν, <i>etc.</i><br />sortir d’auprès de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναδύομαι]].
|elrutext='''παραναδύομαι:''' (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[αναδύομαι]]<br />[[αναδύομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[βγαίνω]] από [[κάπου]] έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[αναδύομαι]]<br />[[αναδύομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[βγαίνω]] από [[κάπου]] έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῦ κισσοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραναδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παραναδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραναδύομαι:''' (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).
|lstext='''παραναδύομαι''': Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]], [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=παρ-αναδύομαι erbij opduiken.
|mdlsjtxt=Mid., with aor2 and perf. act., to [[come]] [[forth]] and [[appear]] [[beside]] or near, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραναδύομαι Medium diacritics: παραναδύομαι Low diacritics: παραναδύομαι Capitals: ΠΑΡΑΝΑΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paranadýomai Transliteration B: paranadyomai Transliteration C: paranadyomai Beta Code: paranadu/omai

English (LSJ)

Med., with aor. 2 and pf. Act., creep, crawl out, ἐκ τῶν λίκνων Plu.Alex.2.

German (Pape)

[Seite 490] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.

French (Bailly abrégé)

f. παραναδύσομαι, ao.2 παρανέδυν, etc.
sortir d'auprès de.
Étymologie: παρά, ἀναδύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αναδύομαι erbij opduiken.

Russian (Dvoretsky)

παραναδύομαι: (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ αναδύομαι
αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῦ κισσοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παραναδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., έρχομαι μπροστά και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παραναδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.

Middle Liddell

Mid., with aor2 and perf. act., to come forth and appear beside or near, Plut.