περισφύριος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perisfyrios
|Transliteration C=perisfyrios
|Beta Code=perisfu/rios
|Beta Code=perisfu/rios
|Definition=[ῠ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">round the ankle</b>, δράκων <span class="title">AP</span>6.207.7 (Arch.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. περισφύριον, τό, <b class="b2">anklet</b>, <span class="bibl">Hdt.4.176</span>, <span class="title">AP</span>6.172, <span class="bibl">S.E. <span class="title">P.</span>3.201</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[round the ankle]], δράκων ''AP''6.207.7 (Arch.).<br><span class="bld">II</span> Subst. περισφύριον, τό, [[anklet]], [[Herodotus|Hdt.]]4.176, ''AP''6.172, S.E. ''P.''3.201.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] um die Knöchel od. Füße, sie umgebend, [[δράκων]], Archi. 5 (VI, 207).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] um die Knöchel od. Füße, sie umgebend, [[δράκων]], Archi. 5 (VI, 207).
}}
{{ls
|lstext='''περισφύριος''': [ῠ], -ον, ὁ περὶ τὰ σφυρά, [[δράκων]] Ἀνθ. Π. 6, 207· πέδαι Κλήμ. Ἀλεξ. 244. ΙΙ. περισφύριον, τό, [[κόσμημα]] [[γυναικεῖον]] περὶ τὰ σφυρά, Ἡρόδ. 4. 176, Ἀνθ. Π. 6. 172.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville <i>ou</i> de la chaussure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σφύρα.
|btext=ος, ον :<br />qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville <i>ou</i> de la chaussure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σφύρα.
}}
{{elnl
|elnltext=περισφύριος en περίσφυρος -ον &#91;[[περί]], [[σφυρόν]]] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband.
}}
{{elru
|elrutext='''περισφύριος:''' (ῠ) обвивающий (в виде украшения) лодыжку ([[δράκων]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[περισφύριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην [[περιοχή]] τών σφυρών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισφύριο</i>(<i>ν</i>)<br />γυναικείο [[κόσμημα]] που φοριέται [[πάνω]] σε [[γυμνό]] [[πόδι]], [[γύρω]] από τα σφυρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάλυμμα]] από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή [[δέρμα]] που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, [[γκέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>σφύριος</i>, <i>παρα</i>-<i>σφύριος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[περισφύριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην [[περιοχή]] τών σφυρών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισφύριο</i>(<i>ν</i>)<br />γυναικείο [[κόσμημα]] που φοριέται [[πάνω]] σε [[γυμνό]] [[πόδι]], [[γύρω]] από τα σφυρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάλυμμα]] από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή [[δέρμα]] που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, [[γκέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[επισφύριος]], [[παρασφύριος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περισφύριος:''' [ῠ], -ον (σφῠρόν),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[περισφύριον]], <i>τό</i>, [[βραχιόλι]] γύρω από τον αστράγαλο, [[βραχιόλι]] ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ.
|lsmtext='''περισφύριος:''' [ῠ], -ον (σφῠρόν),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[περισφύριον]], <i>τό</i>, [[βραχιόλι]] γύρω από τον αστράγαλο, [[βραχιόλι]] ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περισφύριος:''' () обвивающий (в виде украшения) лодыжку ([[δράκων]] Anth.).
|lstext='''περισφύριος''': [], -ον, ὁ περὶ τὰ σφυρά, [[δράκων]] Ἀνθ. Π. 6, 207· πέδαι Κλήμ. Ἀλεξ. 244. ΙΙ. περισφύριον, τό, [[κόσμημα]] [[γυναικεῖον]] περὶ τὰ σφυρά, Ἡρόδ. 4. 176, Ἀνθ. Π. 6. 172.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=περισφύριος en περίσφυρος -ον [περί, σφυρόν] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband.
|mdlsjtxt=περισφῠ́ριος, ον, [σφῠρόν]<br /><b class="num">I.</b> [[round]] the [[ankle]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]]
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισφύριος Medium diacritics: περισφύριος Low diacritics: περισφύριος Capitals: ΠΕΡΙΣΦΥΡΙΟΣ
Transliteration A: perisphýrios Transliteration B: perisphyrios Transliteration C: perisfyrios Beta Code: perisfu/rios

English (LSJ)

[ῠ], ον,
A round the ankle, δράκων AP6.207.7 (Arch.).
II Subst. περισφύριον, τό, anklet, Hdt.4.176, AP6.172, S.E. P.3.201.

German (Pape)

[Seite 595] um die Knöchel od. Füße, sie umgebend, δράκων, Archi. 5 (VI, 207).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville ou de la chaussure des femmes.
Étymologie: περί, σφύρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισφύριος en περίσφυρος -ον [περί, σφυρόν] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband.

Russian (Dvoretsky)

περισφύριος: (ῠ) обвивающий (в виде украшения) лодыжку (δράκων Anth.).

Greek Monolingual

-α, -ο / περισφύριος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην περιοχή τών σφυρών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περισφύριο(ν)
γυναικείο κόσμημα που φοριέται πάνω σε γυμνό πόδι, γύρω από τα σφυρά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. κάλυμμα από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή δέρμα που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται κυρίως από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, γκέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σφυρόν + κατάλ. -ιος (πρβλ. επισφύριος, παρασφύριος)].

Greek Monotonic

περισφύριος: [ῠ], -ον (σφῠρόν),
I. αυτός που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο, σε Ανθ.
II. ως ουσ. περισφύριον, τό, βραχιόλι γύρω από τον αστράγαλο, βραχιόλι ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

περισφύριος: [ῠ], -ον, ὁ περὶ τὰ σφυρά, δράκων Ἀνθ. Π. 6, 207· πέδαι Κλήμ. Ἀλεξ. 244. ΙΙ. περισφύριον, τό, κόσμημα γυναικεῖον περὶ τὰ σφυρά, Ἡρόδ. 4. 176, Ἀνθ. Π. 6. 172.

Middle Liddell

περισφῠ́ριος, ον, [σφῠρόν]
I. round the ankle, Anth.
II. as substantive