προκατεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
(nl)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokatergazomai
|Transliteration C=prokatergazomai
|Beta Code=prokaterga/zomai
|Beta Code=prokaterga/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">subdue first</b>, τινα <span class="bibl">D.C.43.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">prepare beforehand</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.20.8</span>, al.; <b class="b2">work up beforehand</b>, τὸ ψυχικὸν πνεῦμα <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>8.10</span>; <b class="b2">do</b> or <b class="b2">perform beforehand</b>, χρήσιμον π. ἔργον <span class="bibl">D.S.30.8</span>:—pf. Pass., <span class="bibl">Id.4.17</span>; <b class="b2">to be prepared</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.1.14</span>, Plu.<b class="b2">Comp. Demetr.Ant</b>.1: aor. <b class="b3">προκατειργάσθην</b> only in pass. sense, ταῖς -ασθείσαις πράξεσι <b class="b2">already performed</b>, <span class="bibl">D.S.1.53</span>; -ασθεὶς τῇ μάχῃ <b class="b2">worn out, exhausted</b>, <span class="bibl">Paus.6.6.5</span>; of food, <b class="b2">digested</b>, Gal.1.655.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[subdue first]], τινα D.C.43.4.<br><span class="bld">2</span> [[prepare beforehand]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.20.8, al.; [[work up beforehand]], τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Gal.''UP''8.10; [[do]] or [[perform beforehand]], χρήσιμον π. ἔργον [[Diodorus Siculus|D.S.]]30.8:—pf. Pass., Id.4.17; to [[be prepared]], J.''AJ''19.1.14, Plu.Comp. Demetr.Ant.1: aor. προκατειργάσθην only in pass. sense, ταῖς -ασθείσαις πράξεσι [[already performed]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.53; -ασθεὶς τῇ μάχῃ [[worn out]], [[exhausted]], Paus.6.6.5; of food, [[digested]], Gal.1.655.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] dep. med., vorher verrichten, D. Cass. oft; προκατειργασμένα, pass., Plut. Demetr. et Ant. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] dep. med., vorher verrichten, D. Cass. oft; προκατειργασμένα, pass., Plut. Demetr. et Ant. 1.
}}
{{ls
|lstext='''προκατεργάζομαι''': ἀποθ., [[κατεργάζομαι]] ἢ τελειώνω ἐκ τῶν προτέρων, Γαλην.· ― ὁ πρκμ. προκατείργασμαι [[εἶναι]] [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 14· [[ἐνίοτε]] ἐπὶ παθητικῆς, Διόδ. 4. 17, Πλουτ. Δημητρ. καὶ Ἀντων. Σύγκρισις 1· ὁ ἀόρ. προκατειργάσθην μόνον ἐπὶ παθ. σημασίας, Διόδ. 1. 53, Παυσ. 6. 6, 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> προκατειργάσθην, <i>pf.</i> προκατείργασμαι;<br />être accompli auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατεργάζομαι]].
|btext=<i>ao.</i> προκατειργάσθην, <i>pf.</i> προκατείργασμαι;<br />[[être accompli auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατεργάζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] εκ τών προτέρων, [[προπαρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[καλλιεργώ]] εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματοποιώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι [[ἔργον]]», Διοδ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>5.</b> [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]<br />β) (για [[τροφή]]) χωνεύομαι.
|elnltext=προ-κατεργάζομαι voorbereiden.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προκατεργάζομαι:''' ранее совершать: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое.
|elrutext='''προκατεργάζομαι:''' [[ранее совершать]]: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=προ-κατεργάζομαι voorbereiden.
|lstext='''προκατεργάζομαι''': ἀποθ., [[κατεργάζομαι]] ἢ τελειώνω ἐκ τῶν προτέρων, Γαλην.· ― ὁ πρκμ. προκατείργασμαι [[εἶναι]] [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 14· [[ἐνίοτε]] ἐπὶ παθητικῆς, Διόδ. 4. 17, Πλουτ. Δημητρ. καὶ Ἀντων. Σύγκρισις 1· ὁ ἀόρ. προκατειργάσθην μόνον ἐπὶ παθ. σημασίας, Διόδ. 1. 53, Παυσ. 6. 6, 5.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] εκ τών προτέρων, [[προπαρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[καλλιεργώ]] εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῦμα προκατεργάζεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματοποιώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι [[ἔργον]]», Διοδ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>5.</b> [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]<br />β) (για [[τροφή]]) χωνεύομαι.
}}
}}

Latest revision as of 07:36, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατεργάζομαι Medium diacritics: προκατεργάζομαι Low diacritics: προκατεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΚΑΤΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prokatergázomai Transliteration B: prokatergazomai Transliteration C: prokatergazomai Beta Code: prokaterga/zomai

English (LSJ)

A subdue first, τινα D.C.43.4.
2 prepare beforehand, Thphr. CP 3.20.8, al.; work up beforehand, τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Gal.UP8.10; do or perform beforehand, χρήσιμον π. ἔργον D.S.30.8:—pf. Pass., Id.4.17; to be prepared, J.AJ19.1.14, Plu.Comp. Demetr.Ant.1: aor. προκατειργάσθην only in pass. sense, ταῖς -ασθείσαις πράξεσι already performed, D.S.1.53; -ασθεὶς τῇ μάχῃ worn out, exhausted, Paus.6.6.5; of food, digested, Gal.1.655.

German (Pape)

[Seite 729] dep. med., vorher verrichten, D. Cass. oft; προκατειργασμένα, pass., Plut. Demetr. et Ant. 1.

French (Bailly abrégé)

ao. προκατειργάσθην, pf. προκατείργασμαι;
être accompli auparavant.
Étymologie: πρό, κατεργάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατεργάζομαι voorbereiden.

Russian (Dvoretsky)

προκατεργάζομαι: ранее совершать: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое.

Greek (Liddell-Scott)

προκατεργάζομαι: ἀποθ., κατεργάζομαι ἢ τελειώνω ἐκ τῶν προτέρων, Γαλην.· ― ὁ πρκμ. προκατείργασμαι εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 14· ἐνίοτε ἐπὶ παθητικῆς, Διόδ. 4. 17, Πλουτ. Δημητρ. καὶ Ἀντων. Σύγκρισις 1· ὁ ἀόρ. προκατειργάσθην μόνον ἐπὶ παθ. σημασίας, Διόδ. 1. 53, Παυσ. 6. 6, 5.

Greek Monolingual

Α κατεργάζομαι
1. ετοιμάζω εκ τών προτέρων, προπαρασκευάζω
2. επεξεργάζομαι, καλλιεργώ εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῦμα προκατεργάζεσθαι», Γαλ.)
3. πραγματοποιώ, εκτελώ κάτι εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι ἔργον», Διοδ.)
4. καταβάλλω προηγουμένως
5. υποτάσσω, υποδουλώνω προηγουμένως
6. (με παθ. σημ.) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι προηγουμένως
β) (για τροφή) χωνεύομαι.