ἰότης: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(1b)
m (Text replacement - "Rath" to "Rat")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iotis
|Transliteration C=iotis
|Beta Code=i)o/ths
|Beta Code=i)o/ths
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ητος, ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">will, desire</b>, Ep.and Lyr. almost always in dat., <b class="b3">θεῶν ἰότητι</b> <b class="b2">by the will</b> of the gods, <span class="bibl">Il.19.9</span>, <span class="bibl">Od.7.214</span>,al., cf.<span class="bibl">Alc.13</span>A; <b class="b3">μητρὸς ἐμῆς ἰότητι</b> <b class="b2">at</b> her <b class="b2">will</b>, <span class="bibl">Il.18.396</span>; κακῆς ἰ. γυναικός <span class="bibl">Od.11.384</span>; <b class="b3">μνηστήρων </b>. <span class="bibl">18.234</span>; <b class="b3">ἀλλήλων </b>. <span class="bibl">Il.5.874</span>; <b class="b3">ἀναιδήτῳ </b>. with shameless <b class="b2">will</b>, <span class="bibl">A.R.4.360</span>: acc. only in <span class="bibl">Il.15.41</span> <b class="b3">δι' ἐμὴν </b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> once in Trag., <b class="b2">for the sake of</b>, ἰότατι γάμων <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>558</span> (lyr.).—Hsch. explains it by <b class="b3">βουλήσει, αἰτία, ὀργῇ, χάριτι</b>.</span>
|Definition=[ῐ], ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[will]], [[desire]], Ep.and Lyr. almost always in dat., <b class="b3">θεῶν ἰότητι</b> [[by the will]] of the gods, Il.19.9, Od.7.214,al., cf.Alc.13A; <b class="b3">μητρὸς ἐμῆς ἰότητι</b> [[at]] her [[will]], Il.18.396; κακῆς ἰότητι γυναικός Od.11.384; <b class="b3">μνηστήρων ἰότητι</b> 18.234; <b class="b3">ἀλλήλων ἰότητι</b> Il.5.874; <b class="b3">ἀναιδήτῳ ἰότητι</b> with [[shameless]] [[will]], A.R.4.360: acc. only in Il.15.41 <b class="b3">δι' ἐμὴν ἰότητα</b><br><span class="bld">II</span> once in Trag., [[for the sake of]], ἰότατι γάμων [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''558 (lyr.).—[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] explains it by <b class="b3">βουλήσει, αἰτία, ὀργῇ, χάριτι</b>.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] ητος, ἡ (von ἴς od. [[ἴεμαι]]), <b class="b2">Wille</b>, Beschluß; θεῶν ἰότητι, nach dem Rathschlusse der Götter, kraft göttliches Willens, δαμάσθη Il. 19, 9, μόγησα Od. 14, 198, ἐν [[σπήεσσι]] κέονται 16, 232; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι κυνώπιδος Il. 18, 396; ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός, auf des bösen Weibes Anstiften, Od. 11, 384; μνηστήρων ἰότητι 18, 234; [[ἀλλήλων]], Einer auf des Andern Anstiften, Il. 5, 874; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 360; bei Aesch. Prom. 557 ἰότητι γάμων = wegen der Hochzeit. – Sonst findet sich nur einmal der acc., δι' ἐμὴν ἰότητα, Il. 15, 41. – Bei Hesych. wird es βουλήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι erkl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] ητος, ἡ (von ἴς od. [[ἴεμαι]]), [[Wille]], Beschluß; θεῶν ἰότητι, nach dem Ratschlusse der Götter, kraft göttliches Willens, δαμάσθη Il. 19, 9, μόγησα Od. 14, 198, ἐν [[σπήεσσι]] κέονται 16, 232; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι κυνώπιδος Il. 18, 396; ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός, auf des bösen Weibes Anstiften, Od. 11, 384; μνηστήρων ἰότητι 18, 234; [[ἀλλήλων]], Einer auf des Andern Anstiften, Il. 5, 874; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 360; bei Aesch. Prom. 557 ἰότητι γάμων = wegen der Hochzeit. – Sonst findet sich nur einmal der acc., δι' ἐμὴν ἰότητα, Il. 15, 41. – Bei Hesych. wird es βουλήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι erkl.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[volonté]];<br /><b>2</b> <i>postér.</i> disposition pour, dessein : γάμων ἰότατι <i>dor.</i> ESCHL à l'intention de (ton) hymen.<br />'''Étymologie:''' p. *[[ἰσότης]], de la R. Ἰσ, désirer.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰότης:''' ητος, дор. ἰότᾱς, ᾱτος (ῐ) ἡ (преимущ. dat., редко acc.)<br /><b class="num">1</b> [[воля]], [[желание]]: [[θεῶν]] ἰότητι Hom. по воле богов; κακῆς ἰότητι γυναικός Hom. по прихоти злой женщины; μὴ δι᾽ ἐμὴν ἰότητα Hom. не по моему желанию;<br /><b class="num">2</b> [[основание]], [[причина]]: ἰότᾱτι (дор. = ἰότητι) γάμων Aesch. вследствие брака.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰότης''': -ητος, ἡ, (ἴδε [[ἵμερος]] ἐν τέλει) [[θέλησις]], [[βούλησις]], παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε κατὰ δοτ., ὡς, θεῶν ἰότητι, τῇ βουλήσει τῶν θεῶν, (ἴδε ἐν λ. [[ἕκητι]]), Ἰλ. Τ. 9, Ὀδ. Η. 214, κτλ.˙ σπανιώτερον ἐπὶ ἀνθρώπων, μητρὸς ἐμῆς ἰότητι Ἰλ. Σ. 396˙ κακῆς.. ἱ. γυναικὸς Ὀδ. Λ. 384˙ μνηστήρων ἰ. Σ. 234˙ [[ἀλλήλων]] ἰ. Ἰλ. Ε. 874˙ ἀναιδήτῳ ἰ., ἀναισχύντῳ βουλήσει, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 360˙ ἡ αἰτ. μόνον ἐν Ἰλ. Ο. 41, δι’ ἐμὴν ἰότητα, ἀντὶ ἐμῇ ἰότητι. ΙΙ. ὁ Αἰσχύλ. ἔχει αὐτὸ [[ἅπαξ]] ἐν χωρικῷ ὡ. τὸ [[ἕκατι]] ΙΙ, [[χάριν]] τινός, ἰότατι γάμων Πρ. 559. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰότητι˙ βουλήσει, θελήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι».
|lstext='''ἰότης''': -ητος, ἡ, (ἴδε [[ἵμερος]] ἐν τέλει) [[θέλησις]], [[βούλησις]], παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε κατὰ δοτ., ὡς, θεῶν ἰότητι, τῇ βουλήσει τῶν θεῶν, (ἴδε ἐν λ. [[ἕκητι]]), Ἰλ. Τ. 9, Ὀδ. Η. 214, κτλ.˙ σπανιώτερον ἐπὶ ἀνθρώπων, μητρὸς ἐμῆς ἰότητι Ἰλ. Σ. 396˙ κακῆς.. ἱ. γυναικὸς Ὀδ. Λ. 384˙ μνηστήρων ἰ. Σ. 234˙ [[ἀλλήλων]] ἰ. Ἰλ. Ε. 874˙ ἀναιδήτῳ ἰ., ἀναισχύντῳ βουλήσει, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 360˙ ἡ αἰτ. μόνον ἐν Ἰλ. Ο. 41, δι’ ἐμὴν ἰότητα, ἀντὶ ἐμῇ ἰότητι. ΙΙ. ὁ Αἰσχύλ. ἔχει αὐτὸ [[ἅπαξ]] ἐν χωρικῷ ὡ. τὸ [[ἕκατι]] ΙΙ, [[χάριν]] τινός, ἰότατι γάμων Πρ. 559. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰότητι˙ βουλήσει, θελήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι».
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> volonté;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> disposition pour, dessein : γάμων ἰότατι <i>dor.</i> ESCHL à l’intention de (ton) hymen.<br />'''Étymologie:''' p. *[[ἰσότης]], de la R. Ἰσ, désirer.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰότης]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]] («θεῶν ἰότητι» — με τη [[θέληση]] τών θεών, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> για [[χάρη]] κάποιου, [[ένεκα]] («ἰότητι γάμων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>isto</i>- ([[μετοχικός]] τ., <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>ista</i>- «[[ποθητός]]»), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. <i>is</i> «[[επιθυμώ]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το <i>ἵεμαι</i> «[[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]]», [[οπότε]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε αρχικό τ. ρηματικού επιθ. <i>Fίοτος</i>, απ' όπου <i>Fιοτ</i>-<i>ότης</i> και, με [[απλολογία]], <i>Fıoτης</i> (απαντά και στο σύνθ. βοιωτ. ανθρωπωνύμιο <i>ΘειοFίοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> φρ. <i>θεῶν ἰότητι</i>). Πιθ., [[τέλος]], ο τ. [[ἰότης]] να προέκυψε με λανθασμένο χωρισμό της λ. <i>δηιότητι</i> σε <i>δή ἰότητι</i>].
|mltxt=[[ἰότης]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]] («θεῶν ἰότητι» — με τη [[θέληση]] τών θεών, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> για [[χάρη]] κάποιου, [[ένεκα]] («ἰότητι γάμων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>isto</i>- ([[μετοχικός]] τ., [[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>ista</i>- «[[ποθητός]]»), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. <i>is</i> «[[επιθυμώ]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το <i>ἵεμαι</i> «[[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]]», [[οπότε]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε αρχικό τ. ρηματικού επιθ. <i>Fίοτος</i>, απ' όπου <i>Fιοτ</i>-<i>ότης</i> και, με [[απλολογία]], <i>Fıoτης</i> (απαντά και στο σύνθ. βοιωτ. ανθρωπωνύμιο <i>ΘειοFίοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> φρ. <i>θεῶν ἰότητι</i>). Πιθ., [[τέλος]], ο τ. [[ἰότης]] να προέκυψε με λανθασμένο χωρισμό της λ. <i>δηιότητι</i> σε <i>δή ἰότητι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]]· [[θεῶν]] ἰότητι, με τη [[θέληση]] ή [[εντολή]] των θεών, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἕκατι]] II, [[άπαξ]] σε χορικό του Αισχύλ., για [[χάρη]], <i>ἰότατι γάμων</i>, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἰότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]]· [[θεῶν]] ἰότητι, με τη [[θέληση]] ή [[εντολή]] των θεών, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἕκατι]] II, [[άπαξ]] σε χορικό του Αισχύλ., για [[χάρη]], <i>ἰότατι γάμων</i>, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''ἰότης:''' ητος, дор. ἰότᾱς, ᾱτος () ἡ (преимущ. dat., редко acc.)<br /><b class="num">1)</b> воля, желание: [[θεῶν]] ἰότητι Hom. по воле богов; κακῆς ἰότητι γυναικός Hom. по прихоти злой женщины; μὴ δι᾽ ἐμὴν ἰότητα Hom. не по моему желанию;<br /><b class="num">2)</b> основание, причина: ἰότᾱτι (дор. = ἰότητι) γάμων Aesch. вследствие брака.
|etymtx=Grammatical information: only dat. [[ἰότητι]] (Hom., A. R.; [[ἰότατι]] Alc. [[α]] 309 L.P., A. Pr. 558 [lyr.]) except <b class="b3">ἰότητα Ο</b> 41, about [[will]], [[decision]] (<b class="b3">θεῶν ἰότητι</b> etc.). On the use in Homer Krarup Class. et. Med. 10, 13).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [16] <b class="b2">*h₂eis-</b> [[wish]]<br />Etymology: Uncertain. Two hypotheses: 1. to Skt. <b class="b2">iṣ-</b> [[wish]] (pres. <b class="b2">iccháti</b>), either from <b class="b2">*iso-tāt-</b> (Curtius 402; thus Schwyzer 528 n. 8) or <b class="b2">*isto-tāt-</b> from the ptc. <b class="b2">*istós</b> = Skt. <b class="b2">iṣṭá-</b> [[wished]] (Chantr. Form. 294); 2. to [[ἵεμαι]] [[hasten]], [[desire]] from <b class="b3">*Ϝιό-της</b> or, with haplological hortening, <b class="b3">*Ϝιοτό-της</b>, from <b class="b3">*Ϝίοτος</b> [[wishing]] = Lat. (<b class="b2">in-)vītus</b> (s. on [[ἵεμαι]]; Sommer Lautstud. 12f.); however, [[ἵεμαι]] has a long [[i]]. - Improbable Leumann Hom. Wörter 127ff. (with criticism on the preceding), who explains [[ἰότητι]] from a false division of [[δηιοτῆτι]] (<b class="b3">-τος</b>) [[enmity]] in <b class="b3">δη ἰότητι</b> (<b class="b3">-τος</b>); the Boeot. PN <b class="b3">Θειο-Ϝίοτος</b>, which speaks strongly for an original [[Ϝιότητι]], would have been built on ep. <b class="b3">θεῶν ἰότητι</b>; against Leumann Fraenkel Gnomon 23, 373.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰότης]], ητος,<br /><b class="num">I.</b> [[will]], [[desire]], [[θεῶν]] ἰότητι by the [[will]] or hest of the gods, Hom.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἕκατι]] II, for the [[sake]] of, ἰότᾱτι γάμων Aesch. [deriv. uncertain]
}}
}}
{{etym
{{FriskDe
|etymtx=Grammatical information: only dat. <b class="b3">ἰότητι</b> (Hom., A. R.; <b class="b3">ἰότατι</b> Alc. <b class="b3">α</b> 309 L.P., A. Pr. 558 [lyr.]) except <b class="b3">ἰότητα Ο</b> 41, about [[will]], [[decision]] (<b class="b3">θεῶν ἰότητι</b> etc.). On the use in Homer Krarup Class. et. Med. 10, 13).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [16] <b class="b2">*h₂eis-</b> [[wish]]<br />Etymology: Uncertain. Two hypotheses: 1. to Skt. <b class="b2">iṣ-</b> [[wish]] (pres. <b class="b2">iccháti</b>), either from <b class="b2">*iso-tāt-</b> (Curtius 402; thus Schwyzer 528 n. 8) or <b class="b2">*isto-tāt-</b> from the ptc. <b class="b2">*istós</b> = Skt. <b class="b2">iṣṭá-</b> [[wished]] (Chantr. Form. 294); 2. to <b class="b3">ἵεμαι</b> [[hasten]], [[desire]] from <b class="b3">*Ϝιό-της</b> or, with haplological hortening, <b class="b3">*Ϝιοτό-της</b>, from <b class="b3">*Ϝίοτος</b> [[wishing]] = Lat. (<b class="b2">in-)vītus</b> (s. on <b class="b3">ἵεμαι</b>; Sommer Lautstud. 12f.); however, <b class="b3">ἵεμαι</b> has a long [[i]]. - Improbable Leumann Hom. Wörter 127ff. (with criticism on the preceding), who explains <b class="b3">ἰότητι</b> from a false division of <b class="b3">δηιοτῆτι</b> (<b class="b3">-τος</b>) [[enmity]] in <b class="b3">δη ἰότητι</b> (<b class="b3">-τος</b>); the Boeot. PN <b class="b3">Θειο-Ϝίοτος</b>, which speaks strongly for an original <b class="b3">Ϝιότητι</b>, would have been built on ep. <b class="b3">θεῶν ἰότητι</b>; against Leumann Fraenkel Gnomon 23, 373.
|ftr='''ἰότης''': {iótēs}<br />'''Grammar''': nur Dat. ἰότητι (Hom. elfmal, A. R.; ἰότατι Alk. α 3, A. ''Pr''. 558 [lyr.]) außer ἰότητα Ο 41<br />'''Meaning''': etwa [[Wille]], [[Entschluß]], [[Anlaß]] ([[θεῶν]] ἰότητι usw.; zum Gebrauch bei Homer [nur in der Rede] Krarup Class. et. Med. 10, 13).<br />'''Etymology''' : Nicht sicher erklärt. Zwei Hypothesen: 1. zu aind. ''iṣ''- [[wünschen]] (Präs. ''iccháti''), u. zw. entweder aus *''iso''-''tāt''- (Curtius 402 nach Pott u. A.; auch Schwyzer 528 A. 8 mit einer zweifelhaften Alternative) oder auch *''isto''-''tāt''- vom Ptz. *''istós'' = aind. ''iṣṭá''- [[erwünscht]] (Chantraine Formation 294); 2. zu [[ἵεμαι]] [[sich beeilen]], [[begehren]] aus *ϝιότης oder, mit haplologischer Kürzung, *ϝιοτότης, von *ϝίοτος [[wollend]] = lat. (''in''-)''vītus'' (s. zu [[ἵεμαι]]; Fick 1, 124 und 543, Sommer Lautstud. 12f.). — An beiden diesen Erklärungsversuchen eine wohlbegründete Kritik übend will Leumann Hom. Wörter 127ff. nicht weniger kühn ἰότητι aus einer falschen Zerlegung von δηιοτῆτι (-τος) [[Feindseligkeit]] in δὴ ἰότητι (-τος) herleiten; der böot. EN Θειοϝίοτος, der zweifellos stark zugunsten eines urspr. ϝιότητι spricht, wäre aus dem ep. [[θεῶν]] ἰότητι gebildet. Gegen Leumann u. a. Fraenkel Gnomon 23, 373.<br />'''Page''' 1,731
}}
}}

Latest revision as of 15:17, 16 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰότης Medium diacritics: ἰότης Low diacritics: ιότης Capitals: ΙΟΤΗΣ
Transliteration A: iótēs Transliteration B: iotēs Transliteration C: iotis Beta Code: i)o/ths

English (LSJ)

[ῐ], ητος, ἡ,
A will, desire, Ep.and Lyr. almost always in dat., θεῶν ἰότητι by the will of the gods, Il.19.9, Od.7.214,al., cf.Alc.13A; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι at her will, Il.18.396; κακῆς ἰότητι γυναικός Od.11.384; μνηστήρων ἰότητι 18.234; ἀλλήλων ἰότητι Il.5.874; ἀναιδήτῳ ἰότητι with shameless will, A.R.4.360: acc. only in Il.15.41 δι' ἐμὴν ἰότητα
II once in Trag., for the sake of, ἰότατι γάμων A.Pr.558 (lyr.).—Hsch. explains it by βουλήσει, αἰτία, ὀργῇ, χάριτι.

German (Pape)

[Seite 1256] ητος, ἡ (von ἴς od. ἴεμαι), Wille, Beschluß; θεῶν ἰότητι, nach dem Ratschlusse der Götter, kraft göttliches Willens, δαμάσθη Il. 19, 9, μόγησα Od. 14, 198, ἐν σπήεσσι κέονται 16, 232; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι κυνώπιδος Il. 18, 396; ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός, auf des bösen Weibes Anstiften, Od. 11, 384; μνηστήρων ἰότητι 18, 234; ἀλλήλων, Einer auf des Andern Anstiften, Il. 5, 874; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 360; bei Aesch. Prom. 557 ἰότητι γάμων = wegen der Hochzeit. – Sonst findet sich nur einmal der acc., δι' ἐμὴν ἰότητα, Il. 15, 41. – Bei Hesych. wird es βουλήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι erkl.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 volonté;
2 postér. disposition pour, dessein : γάμων ἰότατι dor. ESCHL à l'intention de (ton) hymen.
Étymologie: p. *ἰσότης, de la R. Ἰσ, désirer.

Russian (Dvoretsky)

ἰότης: ητος, дор. ἰότᾱς, ᾱτος (ῐ) ἡ (преимущ. dat., редко acc.)
1 воля, желание: θεῶν ἰότητι Hom. по воле богов; κακῆς ἰότητι γυναικός Hom. по прихоти злой женщины; μὴ δι᾽ ἐμὴν ἰότητα Hom. не по моему желанию;
2 основание, причина: ἰότᾱτι (дор. = ἰότητι) γάμων Aesch. вследствие брака.

Greek (Liddell-Scott)

ἰότης: -ητος, ἡ, (ἴδε ἵμερος ἐν τέλει) θέλησις, βούλησις, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε κατὰ δοτ., ὡς, θεῶν ἰότητι, τῇ βουλήσει τῶν θεῶν, (ἴδε ἐν λ. ἕκητι), Ἰλ. Τ. 9, Ὀδ. Η. 214, κτλ.˙ σπανιώτερον ἐπὶ ἀνθρώπων, μητρὸς ἐμῆς ἰότητι Ἰλ. Σ. 396˙ κακῆς.. ἱ. γυναικὸς Ὀδ. Λ. 384˙ μνηστήρων ἰ. Σ. 234˙ ἀλλήλων ἰ. Ἰλ. Ε. 874˙ ἀναιδήτῳ ἰ., ἀναισχύντῳ βουλήσει, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 360˙ ἡ αἰτ. μόνον ἐν Ἰλ. Ο. 41, δι’ ἐμὴν ἰότητα, ἀντὶ ἐμῇ ἰότητι. ΙΙ. ὁ Αἰσχύλ. ἔχει αὐτὸ ἅπαξ ἐν χωρικῷ ὡ. τὸ ἕκατι ΙΙ, χάριν τινός, ἰότατι γάμων Πρ. 559. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰότητι˙ βουλήσει, θελήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι».

English (Autenrieth)

ητος: will, mostly θεῶν ἰότητι, Od. 7.214, etc.; μνηστήρων ἰότητι, ‘according to their wish,’ Od. 18.234.

Greek Monolingual

ἰότης, ἡ (Α)
1. θέληση, επιθυμία («θεῶν ἰότητι» — με τη θέληση τών θεών, Ομ. Οδ.)
2. για χάρη κάποιου, ένεκα («ἰότητι γάμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < isto- (μετοχικός τ., πρβλ. αρχ. ινδ. ista- «ποθητός»), οπότε η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. is «επιθυμώ». Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το ἵεμαι «επιθυμώ, λαχταρώ», οπότε πρέπει να αναχθεί σε αρχικό τ. ρηματικού επιθ. Fίοτος, απ' όπου Fιοτ-ότης και, με απλολογία, Fıoτης (απαντά και στο σύνθ. βοιωτ. ανθρωπωνύμιο ΘειοFίοτος (< φρ. θεῶν ἰότητι). Πιθ., τέλος, ο τ. ἰότης να προέκυψε με λανθασμένο χωρισμό της λ. δηιότητι σε δή ἰότητι].

Greek Monotonic

ἰότης: -ητος, ἡ,
I. θέληση, επιθυμία· θεῶν ἰότητι, με τη θέληση ή εντολή των θεών, σε Όμηρ.
II. όπως το ἕκατι II, άπαξ σε χορικό του Αισχύλ., για χάρη, ἰότατι γάμων, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: only dat. ἰότητι (Hom., A. R.; ἰότατι Alc. α 309 L.P., A. Pr. 558 [lyr.]) except ἰότητα Ο 41, about will, decision (θεῶν ἰότητι etc.). On the use in Homer Krarup Class. et. Med. 10, 13).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [16] *h₂eis- wish
Etymology: Uncertain. Two hypotheses: 1. to Skt. iṣ- wish (pres. iccháti), either from *iso-tāt- (Curtius 402; thus Schwyzer 528 n. 8) or *isto-tāt- from the ptc. *istós = Skt. iṣṭá- wished (Chantr. Form. 294); 2. to ἵεμαι hasten, desire from *Ϝιό-της or, with haplological hortening, *Ϝιοτό-της, from *Ϝίοτος wishing = Lat. (in-)vītus (s. on ἵεμαι; Sommer Lautstud. 12f.); however, ἵεμαι has a long i. - Improbable Leumann Hom. Wörter 127ff. (with criticism on the preceding), who explains ἰότητι from a false division of δηιοτῆτι (-τος) enmity in δη ἰότητι (-τος); the Boeot. PN Θειο-Ϝίοτος, which speaks strongly for an original Ϝιότητι, would have been built on ep. θεῶν ἰότητι; against Leumann Fraenkel Gnomon 23, 373.

Middle Liddell

ἰότης, ητος,
I. will, desire, θεῶν ἰότητι by the will or hest of the gods, Hom.
II. = ἕκατι II, for the sake of, ἰότᾱτι γάμων Aesch. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἰότης: {iótēs}
Grammar: nur Dat. ἰότητι (Hom. elfmal, A. R.; ἰότατι Alk. α 3, A. Pr. 558 [lyr.]) außer ἰότητα Ο 41
Meaning: etwa Wille, Entschluß, Anlaß (θεῶν ἰότητι usw.; zum Gebrauch bei Homer [nur in der Rede] Krarup Class. et. Med. 10, 13).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Zwei Hypothesen: 1. zu aind. iṣ- wünschen (Präs. iccháti), u. zw. entweder aus *iso-tāt- (Curtius 402 nach Pott u. A.; auch Schwyzer 528 A. 8 mit einer zweifelhaften Alternative) oder auch *isto-tāt- vom Ptz. *istós = aind. iṣṭá- erwünscht (Chantraine Formation 294); 2. zu ἵεμαι sich beeilen, begehren aus *ϝιότης oder, mit haplologischer Kürzung, *ϝιοτότης, von *ϝίοτος wollend = lat. (in-)vītus (s. zu ἵεμαι; Fick 1, 124 und 543, Sommer Lautstud. 12f.). — An beiden diesen Erklärungsversuchen eine wohlbegründete Kritik übend will Leumann Hom. Wörter 127ff. nicht weniger kühn ἰότητι aus einer falschen Zerlegung von δηιοτῆτι (-τος) Feindseligkeit in δὴ ἰότητι (-τος) herleiten; der böot. EN Θειοϝίοτος, der zweifellos stark zugunsten eines urspr. ϝιότητι spricht, wäre aus dem ep. θεῶν ἰότητι gebildet. Gegen Leumann u. a. Fraenkel Gnomon 23, 373.
Page 1,731