νεόρρυτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neorrytos | |Transliteration C=neorrytos | ||
|Beta Code=neo/rrutos | |Beta Code=neo/rrutos | ||
|Definition= | |Definition=νεόρρυτον, ([[ῥέω]])<br><span class="bld">A</span> [[fresh-flowing]], πηγαὶ γάλακτος S.''El.''894; δάκρυα Νυμφᾶν Tim.''Fr.''7; κάλλεα κηροῦ ''AP''9.363.15 (Mel.); αἷμα [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 43.134.<br><span class="bld">νεό-ρρῡτος</span>, ον, ([[ἐρύω]] A)<br><span class="bld">A</span> [[newly drawn]], ξίφος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1351. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui coule depuis peu, nouvellement versé (sang).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ῥέω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />nouvellement tiré (du fourreau).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], ῥύω. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> <i>[[frisch]] [[fließend]], eben erst [[vergossen]]</i>, πηγαὶ γάλακτος, Soph. <i>El</i>. 882.<br /><b class="num">2</b> [ῡ], <i>[[frisch]], eben erst [[gezogen]], [[gezückt]]</i>, [[ξίφος]], Aesch. <i>Ag</i>. 1324. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόρρῠτος:''' [[свежепролитый]], [[недавно разлившийся]] (πηγαὶ [[γάλακτος]] Soph.; [[κάλλεα]] κηροῦ Anth.).<br /><b class="num">[[νεόρρυτος|νεόρρῡτος]]:</b> [[только что извлеченный]] (из ножен), т. е. обнаженный ([[ξίφος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεόρρῠτος''': -ον, (ῥέω) ὁ νεωστὶ ῥυείς, ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος, [[βλέπω]] ὅτι ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ τύμβου πρὸ μικροῦ ἐρρύησαν ῥύακες γάλακτος, Σοφ. Ἠλ. 894· κάλλεα κηροῦ Ἀνθ. Π. 9. 363, 15. | |lstext='''νεόρρῠτος''': -ον, (ῥέω) ὁ νεωστὶ ῥυείς, ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος, [[βλέπω]] ὅτι ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ τύμβου πρὸ μικροῦ ἐρρύησαν ῥύακες γάλακτος, Σοφ. Ἠλ. 894· κάλλεα κηροῦ Ἀνθ. Π. 9. 363, 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. [[αιμόρρυτος]], [[μελίρρυτος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[νεόρρυτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[ξίφος]]) αυτός που τραβήχθηκε πρόσφατα, που [[μόλις]] σύρθηκε από το [[θηκάρι]] του («σὺν νεορρύτῳ ξίφει», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥύομαι]] «[[έλκω]], [[σύρω]]»)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που πρόσφατα κύλησε, σε Σοφ., Ανθ.<br /><b class="num">• νεόρρῡτος:</b> -ον (ῥύω), αυτός που [[μόλις]] τραβήχτηκε, που πρόσφατα σύρθηκε, λέγεται για [[ξίφος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''νεόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που πρόσφατα κύλησε, σε Σοφ., Ανθ.<br /><b class="num">• νεόρρῡτος:</b> -ον (ῥύω), αυτός που [[μόλις]] τραβήχτηκε, που πρόσφατα σύρθηκε, λέγεται για [[ξίφος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=νεόρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[fresh]]-[[flowing]], Soph., Anth. <br />νεόρ-ρῡτος, ον [ῥύω]<br />[[newly]] [[drawn]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 October 2024
English (LSJ)
νεόρρυτον, (ῥέω)
A fresh-flowing, πηγαὶ γάλακτος S.El.894; δάκρυα Νυμφᾶν Tim.Fr.7; κάλλεα κηροῦ AP9.363.15 (Mel.); αἷμα Nonn. D. 43.134.
νεό-ρρῡτος, ον, (ἐρύω A)
A newly drawn, ξίφος A.Ag.1351.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui coule depuis peu, nouvellement versé (sang).
Étymologie: νέος, ῥέω.
2ος, ον :
nouvellement tiré (du fourreau).
Étymologie: νέος, ῥύω.
German (Pape)
1 frisch fließend, eben erst vergossen, πηγαὶ γάλακτος, Soph. El. 882.
2 [ῡ], frisch, eben erst gezogen, gezückt, ξίφος, Aesch. Ag. 1324.
Russian (Dvoretsky)
νεόρρῠτος: свежепролитый, недавно разлившийся (πηγαὶ γάλακτος Soph.; κάλλεα κηροῦ Anth.).
νεόρρῡτος: только что извлеченный (из ножен), т. е. обнаженный (ξίφος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ νεωστὶ ῥυείς, ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος, βλέπω ὅτι ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ τύμβου πρὸ μικροῦ ἐρρύησαν ῥύακες γάλακτος, Σοφ. Ἠλ. 894· κάλλεα κηροῦ Ἀνθ. Π. 9. 363, 15.
Greek Monolingual
(I)
νεόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, μελίρρυτος].
(II)
νεόρρυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που τραβήχθηκε πρόσφατα, που μόλις σύρθηκε από το θηκάρι του («σὺν νεορρύτῳ ξίφει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ρρυτος (< ῥύομαι «έλκω, σύρω»)].
Greek Monotonic
νεόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που πρόσφατα κύλησε, σε Σοφ., Ανθ.
• νεόρρῡτος: -ον (ῥύω), αυτός που μόλις τραβήχτηκε, που πρόσφατα σύρθηκε, λέγεται για ξίφος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νεόρ-ρῠτος, ον [ῥέω]
fresh-flowing, Soph., Anth.
νεόρ-ρῡτος, ον [ῥύω]
newly drawn, Aesch.