παρακελευστός: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(1ba) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakelefstos | |Transliteration C=parakelefstos | ||
|Beta Code=parakeleusto/s | |Beta Code=parakeleusto/s | ||
|Definition= | |Definition=παρακελευστή, παρακελευστόν, [[summoned]], of a [[packed]] audience, Th.6.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0482.png Seite 482]] zugerufen; auch = durch Zusammenrottung einer Partei zu einem Amte im Staate erwählt, Thuc. 6, 13, zw.; Sp., wie D. Cass. 39, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0482.png Seite 482]] zugerufen; auch = durch Zusammenrottung einer Partei zu einem Amte im Staate erwählt, Thuc. 6, 13, zw.; Sp., wie D. Cass. 39, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui prend parti pour]], [[partisan]].<br />'''Étymologie:''' [[παρακελεύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρακελευστός -ή -όν [παρακελεύω] [[aangespoord]], [[opgeroepen]]:. ὁρῶν ἐνθάδε τῷ αὐτῷ ἀνδρὶ παρακελευστοὺς καθημένους nu ik hen hier als aanhangers van dezelfde man zie zitten Thuc. 6.13.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακελευστός:''' [[привлеченный на свою сторону]], [[являющийся сторонником]]: οἱ παρακελευστοὶ τῷ [[αὐτῷ]] [[ἀνδρί]] Thuc. приверженцы этого человека. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακελευστός''': -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος | |lstext='''παρακελευστός''': -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος μετὰ κελεύσεως, ἐπὶ παρεσκευασμένου ἀκροατηρίου [[ὅπως]] ἐγκρίνῃ ἢ κατακρίνῃ τι, Θουκ. 6. 13 (διάφ. γραφ. παρασκευαστούς)· ἴδε [[παρακέλευσις]] ΙΙ, καὶ πρβλ. παρακλητός. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρακελευστός:''' -ή, -όν, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, λέγεται για συνωστισμένο και πολυπληθές [[ακροατήριο]], σε Θουκ. | |lsmtext='''παρακελευστός:''' -ή, -όν, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, λέγεται για συνωστισμένο και πολυπληθές [[ακροατήριο]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παρακελευστός]], ή, όν<br />summoned, of a [[packed]] [[audience]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[παρακελευστός]], ή, όν<br />summoned, of a [[packed]] [[audience]], Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[adhortator]]'', [[encourager]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.13.1/ 6.13.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:35, 16 November 2024
English (LSJ)
παρακελευστή, παρακελευστόν, summoned, of a packed audience, Th.6.13.
German (Pape)
[Seite 482] zugerufen; auch = durch Zusammenrottung einer Partei zu einem Amte im Staate erwählt, Thuc. 6, 13, zw.; Sp., wie D. Cass. 39, 18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui prend parti pour, partisan.
Étymologie: παρακελεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακελευστός -ή -όν [παρακελεύω] aangespoord, opgeroepen:. ὁρῶν ἐνθάδε τῷ αὐτῷ ἀνδρὶ παρακελευστοὺς καθημένους nu ik hen hier als aanhangers van dezelfde man zie zitten Thuc. 6.13.1.
Russian (Dvoretsky)
παρακελευστός: привлеченный на свою сторону, являющийся сторонником: οἱ παρακελευστοὶ τῷ αὐτῷ ἀνδρί Thuc. приверженцы этого человека.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστός: -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος μετὰ κελεύσεως, ἐπὶ παρεσκευασμένου ἀκροατηρίου ὅπως ἐγκρίνῃ ἢ κατακρίνῃ τι, Θουκ. 6. 13 (διάφ. γραφ. παρασκευαστούς)· ἴδε παρακέλευσις ΙΙ, καὶ πρβλ. παρακλητός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παρακελεύομαι
(για ακροατήριο) αυτός που συγκροτήθηκε μετά από προτροπή ή παράκληση για να εγκρίνει ή να αποδοκιμάσει κάτι, ο φατριαστικά εκλεγμένος, ο εγκάθετος.
Greek Monotonic
παρακελευστός: -ή, -όν, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, λέγεται για συνωστισμένο και πολυπληθές ακροατήριο, σε Θουκ.
Middle Liddell
παρακελευστός, ή, όν
summoned, of a packed audience, Thuc.