δείλακρος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(1a)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deilakros
|Transliteration C=deilakros
|Beta Code=dei/lakros
|Beta Code=dei/lakros
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pitiable</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>973</span>, <span class="title">Carm.Pop.</span>27.</span>
|Definition=α, ον, [[pitiable]], Ar.''Pl.''973, ''Carm.Pop.''27.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[desgraciado]] ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.<i>Pl</i>.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν <i>Carm.Pop</i>.7.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0536.png Seite 536]] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0536.png Seite 536]] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δείλακρος''': -α, -ον, [[λίαν]] [[οἰκτρός]], ἢ οἴκτου [[ἄξιος]], Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.
|btext=α, ον :<br />[[tout à fait malheureux]], [[infortuné]].<br />'''Étymologie:''' [[δειλός]], [[ἄκρος]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext, ον :<br />tout à fait malheureux, infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[δειλός]], [[ἄκρος]].
|elnltext=δείλακρος -α -ον &#91;[[δειλός]], [[ἄκρος]]] [[armzalig]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-α, -ον<br />[[desgraciado]] ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.<i>Pl</i>.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν <i>Carm.Pop</i>.7.4.
|elrutext='''δείλακρος:''' [[глубоко несчастный]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δείλακρος]], -α, -ον (Α)<br />[[αξιολύπητος]], [[ταλαίπωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως [[χρήση]]. Θεωρείται [[παράλληλος]] [[εκφραστικός]] τ. του [[δειλός]], παρεκτεταμένος σε -<i>ακ</i>- και με σχηματιστικό [[επίθημα]] -<i>ρο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[φαλακρός]]). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. <i>δείλαξ</i>, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το [[άκρος]]].
|mltxt=[[δείλακρος]], -α, -ον (Α)<br />[[αξιολύπητος]], [[ταλαίπωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως [[χρήση]]. Θεωρείται [[παράλληλος]] [[εκφραστικός]] τ. του [[δειλός]], παρεκτεταμένος σε -<i>ακ</i>- και με σχηματιστικό [[επίθημα]] -<i>ρο</i>- ([[πρβλ]]. [[φαλακρός]]). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. <i>δείλαξ</i>, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το [[άκρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δείλακρος:''' -α, -ον, [[αξιολύπητος]], [[άξιος]] οίκτου, [[δειλός]], [[φοβητσιάρης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δείλακρος:''' -α, -ον, [[αξιολύπητος]], [[άξιος]] οίκτου, [[δειλός]], [[φοβητσιάρης]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δείλακρος:''' глубоко несчастный Arph.
|lstext='''δείλακρος''': , -ον, [[λίαν]] [[οἰκτρός]], ἢ οἴκτου [[ἄξιος]], Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.
}}
{{elnl
|elnltext=δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] armzalig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[very]] [[pitiable]], Ar.
|mdlsjtxt=[[very]] [[pitiable]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείλακρος Medium diacritics: δείλακρος Low diacritics: δείλακρος Capitals: ΔΕΙΛΑΚΡΟΣ
Transliteration A: deílakros Transliteration B: deilakros Transliteration C: deilakros Beta Code: dei/lakros

English (LSJ)

α, ον, pitiable, Ar.Pl.973, Carm.Pop.27.

Spanish (DGE)

-α, -ον
desgraciado ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.Pl.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν Carm.Pop.7.4.

German (Pape)

[Seite 536] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
tout à fait malheureux, infortuné.
Étymologie: δειλός, ἄκρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] armzalig.

Russian (Dvoretsky)

δείλακρος: глубоко несчастный Arph.

Greek Monolingual

δείλακρος, -α, -ον (Α)
αξιολύπητος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως χρήση. Θεωρείται παράλληλος εκφραστικός τ. του δειλός, παρεκτεταμένος σε -ακ- και με σχηματιστικό επίθημα -ρο- (πρβλ. φαλακρός). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. δείλαξ, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το άκρος].

Greek Monotonic

δείλακρος: -α, -ον, αξιολύπητος, άξιος οίκτου, δειλός, φοβητσιάρης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δείλακρος: -α, -ον, λίαν οἰκτρός, ἢ οἴκτου ἄξιος, Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.

Middle Liddell

very pitiable, Ar.