συμπιέζω: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(1b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympiezo
|Transliteration C=sympiezo
|Beta Code=sumpie/zw
|Beta Code=sumpie/zw
|Definition=(for <b class="b3">-πιάζω</b> v. infr.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">press</b> or <b class="b2">squeeze together, grasp closely</b>, τὰς τρίχας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>89b</span>; τι ταῖς Χερσί <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>247c</span>; σ. τὸ στόμα <span class="bibl">Ephipp.6.3</span>, cf. Plu.2.58od (prob.); σ. Χείλεα Χείλεσι <span class="title">AP</span>5.127 (Marc. Arg.); τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>929b39</span>:—Pass., <b class="b2">to be squeezed up</b>, opp. <b class="b3">διέλκεσθαι</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.7</span>; σ. τὰς ἀκοάς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>904a21</span>; <b class="b3">ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς</b> ib.<span class="bibl">964b3</span>; <b class="b3">συμπιασθῆναι</b>, of the body, <b class="b2">to be pinched in, grow lean</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.68</span> (but, <b class="b2">to be fattened up</b>, from <b class="b3">συμπιαίνω</b>, acc. to Littré): aor. Pass. subj. 3pl. συμπιεχθῶσιν αἱ δίοδοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Loc.Hom.</span>9</span>; of an army, συνεπιέζετο τὰ μέσα <span class="bibl">D.C.36.49</span>.</span>
|Definition=(for -πιάζω v. infr.), [[press]] or [[squeeze together]], [[grasp closely]], τὰς τρίχας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 89b; τι ταῖς Χερσί Id.''Sph.''247c; σ. τὸ στόμα Ephipp.6.3, cf. Plu.2.58od (prob.); σ. Χείλεα Χείλεσι ''AP''5.127 (Marc. Arg.); τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Arist.''Pr.''929b39:—Pass., to [[be squeezed up]], opp. [[διέλκεσθαι]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.10.7; σ. τὰς ἀκοάς Arist.''Pr.''904a21; <b class="b3">ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς</b> ib.964b3; [[συμπιασθῆναι]], of the body, to [[be pinched in]], [[grow lean]], Hp.''Epid.''7.68 (but, to [[be fattened up]], from [[συμπιαίνω]], acc. to Littré): aor. Pass. subj. 3pl. συμπιεχθῶσιν αἱ δίοδοι Id.''Loc.Hom.''9; of an army, συνεπιέζετο τὰ μέσα D.C.36.49.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] zusammendrücken, -fassen; ταῖς χερσίν, Plat. Soph. 247 c; τὰς τρίχας, Phaed. 89 b; pass., Xen. Mem. 3, 10, 7; Arist. probl. 11, 44, übertr., bedrängen, belästigen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] zusammendrücken, -fassen; ταῖς χερσίν, Plat. Soph. 247 c; τὰς τρίχας, Phaed. 89 b; pass., Xen. Mem. 3, 10, 7; Arist. probl. 11, 44, übertr., bedrängen, belästigen.
}}
{{bailly
|btext=[[presser ensemble]], [[comprimer]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιέζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πιέζω, inf. aor. pass. συμπιασθῆναι samendrukken, comprimeren; overdr. pass.. συμπιασθῆναι vermageren Hp. bij elkaar grijpen, vastgrijpen:. τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας de haren in mijn nek Plat. Phaed. 89b; πᾶν ὃ μὴ δυνατοὶ ταῖς χερσὶ συμπιέζειν εἰσίν alles wat ze niet met de handen kunnen vastgrijpen Plat. Sph. 247c.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπιέζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сжимать]], [[сдавливать]] (τι ταῖς χερσίν Plat.): τὰ συμπιεζόμενα Xen. сокращающиеся органы;<br /><b class="num">2</b> [[приглаживать]] (τὰς τρίχας Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[прижимать]] (χείλεα χείλεσι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπιέζω''': [[πιέζω]] ἢ [[συνθλίβω]] [[ὁμοῦ]], πιάνω σφικτά, ξυμπιέσας τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας Πλάτ. Φαίδων 89B· τι ταῖς χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 247C· ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]], οὐχὶ συγκλείσασα σφικτὰ τὸ [[στόμα]], Ἔφιππος ἐν «Ἐμπ.» 1. 3· σ. χείλεα χείλεσι Ἀνθ. Π. 5. 128· τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Ἀριστ. Προβλ. 21. 26. ― Παθ., συμπιέζομαι, ἀντίθετον τῷ διέλκεσθαι, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 10, 7· σ. τὰς ἀκοὰς Ἀριστ. Προβλ. 11. 44· ἡ [[κοιλία]] σ. ταῖς πλευραῖς [[αὐτόθι]] 34. 11· συμπιασθῆναι, ἐπὶ τοῦ σώματος, ἰσχνανθῆναι. Ἱππ. 1228. 5· ἐπὶ στρατιᾶς, συνεπιέζετο τὰ μέσα Δίων Κ. 36. 32.
|lstext='''συμπιέζω''': [[πιέζω]] ἢ [[συνθλίβω]] [[ὁμοῦ]], πιάνω σφικτά, ξυμπιέσας τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας Πλάτ. Φαίδων 89B· τι ταῖς χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 247C· ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]], οὐχὶ συγκλείσασα σφικτὰ τὸ [[στόμα]], Ἔφιππος ἐν «Ἐμπ.» 1. 3· σ. χείλεα χείλεσι Ἀνθ. Π. 5. 128· τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Ἀριστ. Προβλ. 21. 26. ― Παθ., συμπιέζομαι, ἀντίθετον τῷ διέλκεσθαι, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 10, 7· σ. τὰς ἀκοὰς Ἀριστ. Προβλ. 11. 44· ἡ [[κοιλία]] σ. ταῖς πλευραῖς [[αὐτόθι]] 34. 11· συμπιασθῆναι, ἐπὶ τοῦ σώματος, ἰσχνανθῆναι. Ἱππ. 1228. 5· ἐπὶ στρατιᾶς, συνεπιέζετο τὰ μέσα Δίων Κ. 36. 32.
}}
{{bailly
|btext=presser ensemble, comprimer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιέζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) <i>συμπιέζομαι</i><br />ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ [[κοιλία]] συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]]», Έφιππ.)<br /><b>2.</b> [[προσάπτω]] [[στέρεα]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) <i>συμπιέζομαι</i><br />ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ [[κοιλία]] συμπιέζεται ταῖς πλευραῖς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]]», Έφιππ.)<br /><b>2.</b> [[προσάπτω]] [[στέρεα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπιέζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]] μαζί ή [[συνθλίβω]], [[αρπάζω]] [[δυνατά]], [[συσφίγγω]], [[μαγκώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''συμπιέζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]] μαζί ή [[συνθλίβω]], [[αρπάζω]] [[δυνατά]], [[συσφίγγω]], [[μαγκώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πιέζω, inf. aor. pass. συμπιασθῆναι samendrukken, comprimeren; overdr. pass.. συμπιασθῆναι vermageren Hp. bij elkaar grijpen, vastgrijpen:. τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας de haren in mijn nek Plat. Phaed. 89b; πᾶν ὃ μὴ δυνατοὶ ταῖς χερσὶ συμπιέζειν εἰσίν alles wat ze niet met de handen kunnen vastgrijpen Plat. Sph. 247c.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπιέζω:''' <b class="num">1)</b> сжимать, сдавливать (τι ταῖς χερσίν Plat.): τὰ συμπιεζόμενα Xen. сокращающиеся органы;<br /><b class="num">2)</b> приглаживать (τὰς τρίχας Plat.);<br /><b class="num">3)</b> прижимать (χείλεα χείλεσι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[press]] or [[squeeze]] [[together]], to [[grasp]] [[closely]], Plat.:—Pass. to be squeezed up, Xen.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[press]] or [[squeeze]] [[together]], to [[grasp]] [[closely]], Plat.:—Pass. to be squeezed up, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπῐέζω Medium diacritics: συμπιέζω Low diacritics: συμπιέζω Capitals: ΣΥΜΠΙΕΖΩ
Transliteration A: sympiézō Transliteration B: sympiezō Transliteration C: sympiezo Beta Code: sumpie/zw

English (LSJ)

(for -πιάζω v. infr.), press or squeeze together, grasp closely, τὰς τρίχας Pl.Phd. 89b; τι ταῖς Χερσί Id.Sph.247c; σ. τὸ στόμα Ephipp.6.3, cf. Plu.2.58od (prob.); σ. Χείλεα Χείλεσι AP5.127 (Marc. Arg.); τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Arist.Pr.929b39:—Pass., to be squeezed up, opp. διέλκεσθαι, X.Mem.3.10.7; σ. τὰς ἀκοάς Arist.Pr.904a21; ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς ib.964b3; συμπιασθῆναι, of the body, to be pinched in, grow lean, Hp.Epid.7.68 (but, to be fattened up, from συμπιαίνω, acc. to Littré): aor. Pass. subj. 3pl. συμπιεχθῶσιν αἱ δίοδοι Id.Loc.Hom.9; of an army, συνεπιέζετο τὰ μέσα D.C.36.49.

German (Pape)

[Seite 987] zusammendrücken, -fassen; ταῖς χερσίν, Plat. Soph. 247 c; τὰς τρίχας, Phaed. 89 b; pass., Xen. Mem. 3, 10, 7; Arist. probl. 11, 44, übertr., bedrängen, belästigen.

French (Bailly abrégé)

presser ensemble, comprimer.
Étymologie: σύν, πιέζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πιέζω, inf. aor. pass. συμπιασθῆναι samendrukken, comprimeren; overdr. pass.. συμπιασθῆναι vermageren Hp. bij elkaar grijpen, vastgrijpen:. τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας de haren in mijn nek Plat. Phaed. 89b; πᾶν ὃ μὴ δυνατοὶ ταῖς χερσὶ συμπιέζειν εἰσίν alles wat ze niet met de handen kunnen vastgrijpen Plat. Sph. 247c.

Russian (Dvoretsky)

συμπιέζω:
1 сжимать, сдавливать (τι ταῖς χερσίν Plat.): τὰ συμπιεζόμενα Xen. сокращающиеся органы;
2 приглаживать (τὰς τρίχας Plat.);
3 прижимать (χείλεα χείλεσι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπιέζω: πιέζωσυνθλίβω ὁμοῦ, πιάνω σφικτά, ξυμπιέσας τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας Πλάτ. Φαίδων 89B· τι ταῖς χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 247C· ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα, οὐχὶ συγκλείσασα σφικτὰ τὸ στόμα, Ἔφιππος ἐν «Ἐμπ.» 1. 3· σ. χείλεα χείλεσι Ἀνθ. Π. 5. 128· τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Ἀριστ. Προβλ. 21. 26. ― Παθ., συμπιέζομαι, ἀντίθετον τῷ διέλκεσθαι, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 10, 7· σ. τὰς ἀκοὰς Ἀριστ. Προβλ. 11. 44· ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς αὐτόθι 34. 11· συμπιασθῆναι, ἐπὶ τοῦ σώματος, ἰσχνανθῆναι. Ἱππ. 1228. 5· ἐπὶ στρατιᾶς, συνεπιέζετο τὰ μέσα Δίων Κ. 36. 32.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω
2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι
ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῖς πλευραῖς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα», Έφιππ.)
2. προσάπτω στέρεα.

Greek Monotonic

συμπιέζω: μέλ. -σω, πιέζω μαζί ή συνθλίβω, αρπάζω δυνατά, συσφίγγω, μαγκώνω, σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
to press or squeeze together, to grasp closely, Plat.:—Pass. to be squeezed up, Xen.