παραπλησιάζω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(1ba) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] nahe sein, benachbart sein, Sp. Auch wie das simpl. beiwohnen, Arist. H. A. 10, 3, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] nahe sein, benachbart sein, Sp. Auch wie das simpl. beiwohnen, Arist. H. A. 10, 3, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[être voisin]].<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσιος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραπλησιάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть соседом]], [[обитать по соседству]] Aesop.;<br /><b class="num">2</b> [[иметь сношения]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραπλησιάζω''': εἶμαι [[γείτων]], Αἰσώπ. μῦθ. 270· εἶμαι πλησίον, τῷ γένει Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν, συνουσιάζομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 1· ἀλλ’ ὁ Dind. διορθοῖ [[εἴπερ]] ἐπλησίαζε. | |lstext='''παραπλησιάζω''': εἶμαι [[γείτων]], Αἰσώπ. μῦθ. 270· εἶμαι πλησίον, τῷ γένει Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν, συνουσιάζομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 1· ἀλλ’ ὁ Dind. διορθοῖ [[εἴπερ]] ἐπλησίαζε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραπλησιάζω:''' βρίσκομαι [[πλησίον]], είμαι [[γείτονας]], σε Αίσωπ. | |lsmtext='''παραπλησιάζω:''' βρίσκομαι [[πλησίον]], είμαι [[γείτονας]], σε Αίσωπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=to be a [[neighbour]], Aesop. | |mdlsjtxt=to be a [[neighbour]], Aesop. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 8 January 2023
German (Pape)
[Seite 494] nahe sein, benachbart sein, Sp. Auch wie das simpl. beiwohnen, Arist. H. A. 10, 3, 1.
French (Bailly abrégé)
être voisin.
Étymologie: παραπλήσιος.
Russian (Dvoretsky)
παραπλησιάζω:
1 быть соседом, обитать по соседству Aesop.;
2 иметь сношения Arst.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλησιάζω: εἶμαι γείτων, Αἰσώπ. μῦθ. 270· εἶμαι πλησίον, τῷ γένει Ἐκκλ. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν, συνουσιάζομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 1· ἀλλ’ ὁ Dind. διορθοῖ εἴπερ ἐπλησίαζε.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
πλησιάζω πολύ ή επικίνδυνα κοντά
αρχ.
1. είμαι γείτονας, γειτονεύω
2. είμαι κοντά
3. μοιάζω
4. έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι.
Greek Monotonic
παραπλησιάζω: βρίσκομαι πλησίον, είμαι γείτονας, σε Αίσωπ.
Middle Liddell
to be a neighbour, Aesop.