παρεγγράφω: Difference between revisions
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
(1ba) |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pareggrafo | |Transliteration C=pareggrafo | ||
|Beta Code=pareggra/fw | |Beta Code=pareggra/fw | ||
|Definition=[γρᾰ], < | |Definition=[γρᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[write by the side]], [[subjoin]], τὸ αὑτοῦ ὄνομα [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''753c.<br><span class="bld">2</span> in bad sense, [[mterpolate]], τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.3.74, cf. Plu.''CG''17, Gal.15.9 (Pass.), 17(1).606; ἔπος ἐν τῷ καταλόγῳ Str.9.1.10; π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc. ''Ind.'' 19; [[enrol illegally]] among the citizens, <b class="b3">εἰς τοὺς φυλέτας</b> Id.Bis Acc.27; παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.2.76. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0510.png Seite 510]] daneben einschreiben, καὶ τὸ [[αὑτοῦ]] [[ὄνομα]], Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς [[πολίτης]], 2, 76; vgl. Harpocr. v. [[διαψήφισις]] u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ [[ἀστός]] oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0510.png Seite 510]] daneben einschreiben, καὶ τὸ [[αὑτοῦ]] [[ὄνομα]], Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς [[πολίτης]], 2, 76; vgl. Harpocr. v. [[διαψήφισις]] u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ [[ἀστός]] oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[inscrire à côté]], [[ajouter sur un registre]] ; faire inscrire sur une liste;<br /><b>2</b> [[inscrire par fraude]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγγράφω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρεγγράφω:''' (ᾰφ)<br /><b class="num">1</b> [[приписывать]], [[надписывать]] (τὸ [[αὑτοῦ]] [[ὄνομα]] Plat.; τὸν στίχον τοῦτον Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[незаконно вписывать]], [[вставлять]] (τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.; ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc.); незаконно зачислять (παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] Aeschin.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεγγράφω''': [[γράφω]] πλησίον, προσθέτω, [[ἐπισυνάπτω]], τὸ αὑτοῦ [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παρενείρω]], [[παρεισάγω]], τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· [[ἐγγράφω]] παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. [[παρέγγραπτος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, [[δημοποίητος]]», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων». | |lstext='''παρεγγράφω''': [[γράφω]] πλησίον, προσθέτω, [[ἐπισυνάπτω]], τὸ αὑτοῦ [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παρενείρω]], [[παρεισάγω]], τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· [[ἐγγράφω]] παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. [[παρέγγραπτος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, [[δημοποίητος]]», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[εγγράφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «παρεγγεγραμμένος [[κύκλος]] σε [[τρίγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[κύκλος]] που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών του τριγώνου<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παρενείρω]], [[εισάγω]] αντικανονικά ή [[παράνομα]] («παρέγραψεν ἑαυτὸν | |mltxt=ΝΜΑ [[εγγράφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «παρεγγεγραμμένος [[κύκλος]] σε [[τρίγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[κύκλος]] που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών του τριγώνου<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παρενείρω]], [[εισάγω]] αντικανονικά ή [[παράνομα]] («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραποιώ]], [[παραχαράσσω]] («πόσα ἐξαλείφουσι, πόσα παρεγγράφουσι», <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] [[δίπλα]], [[επισυνάπτω]] («παρεγγράφειν τὸ αυτοῦ [[ὄνομα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ραδιουργώ]] («παραγραφέντων<br />ῥαδιουργηθέντων», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παρεγγραφεὶς [[πολίτης]]» ή «παραγεγραμμένος [[πολίτης]]» — [[πολίτης]] που δεν πολιτογραφήθηκε σύμφωνα με τους νόμους. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεγγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παραποιώ]], σε Αισχίν.· παρεγγραφείς [[πολίτης]] = [[παρέγγραπτος]], στον ίδ. | |lsmtext='''παρεγγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παραποιώ]], σε Αισχίν.· παρεγγραφείς [[πολίτης]] = [[παρέγγραπτος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[interpolate]], Aeschin.; παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] = [[παρέγγραπτος]], Aeschin. | |mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[interpolate]], Aeschin.; παρεγγραφεὶς [[πολίτης]] = [[παρέγγραπτος]], Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 23 March 2024
English (LSJ)
[γρᾰ],
A write by the side, subjoin, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Pl.Lg.753c.
2 in bad sense, mterpolate, τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.3.74, cf. Plu.CG17, Gal.15.9 (Pass.), 17(1).606; ἔπος ἐν τῷ καταλόγῳ Str.9.1.10; π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc. Ind. 19; enrol illegally among the citizens, εἰς τοὺς φυλέτας Id.Bis Acc.27; παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.2.76.
German (Pape)
[Seite 510] daneben einschreiben, καὶ τὸ αὑτοῦ ὄνομα, Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς πολίτης, 2, 76; vgl. Harpocr. v. διαψήφισις u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ ἀστός oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird.
French (Bailly abrégé)
1 inscrire à côté, ajouter sur un registre ; faire inscrire sur une liste;
2 inscrire par fraude.
Étymologie: παρά, ἐγγράφω.
Russian (Dvoretsky)
παρεγγράφω: (ᾰφ)
1 приписывать, надписывать (τὸ αὑτοῦ ὄνομα Plat.; τὸν στίχον τοῦτον Plut.);
2 незаконно вписывать, вставлять (τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.; ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc.); незаконно зачислять (παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
παρεγγράφω: γράφω πλησίον, προσθέτω, ἐπισυνάπτω, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρενείρω, παρεισάγω, τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· ἐγγράφω παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς πολίτης Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. παρέγγραπτος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, δημοποίητος», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων».
Greek Monolingual
ΝΜΑ εγγράφω
νεοελλ.
φρ. «παρεγγεγραμμένος κύκλος σε τρίγωνο»
μαθημ. κύκλος που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών του τριγώνου
(μσν.-αρχ.)
1. παρενείρω, εισάγω αντικανονικά ή παράνομα («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις», Λουκιαν.)
2. παραποιώ, παραχαράσσω («πόσα ἐξαλείφουσι, πόσα παρεγγράφουσι», Ιω. Χρυσ.)
αρχ.
1. γράφω δίπλα, επισυνάπτω («παρεγγράφειν τὸ αυτοῦ ὄνομα», Πλάτ.)
2. ραδιουργώ («παραγραφέντων
ῥαδιουργηθέντων», Ησύχ.)
3. φρ. «παρεγγραφεὶς πολίτης» ή «παραγεγραμμένος πολίτης» — πολίτης που δεν πολιτογραφήθηκε σύμφωνα με τους νόμους.
Greek Monotonic
παρεγγράφω: μέλ. -ψω, παραποιώ, σε Αισχίν.· παρεγγραφείς πολίτης = παρέγγραπτος, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ψω
to interpolate, Aeschin.; παρεγγραφεὶς πολίτης = παρέγγραπτος, Aeschin.