βαρώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - ">" to ">")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω και -έω) (AM βαρῶ, -έω, Μ και -άω)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] με το [[βάρος]] μου<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]], [[λυπώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]]<br /><b>2.</b> [[σημαίνω]], [[χτυπώ]] («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η [[καμπάνα]]»)<br /><b>3.</b> έχω [[βάρος]], [[ζυγίζω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «βαράω [[λουμπάρδα]], τουφεκιές» — [[πυροβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], τραυματίζομαι («βάρεσα το [[πόδι]]» ή «βάρεσα το [[πόδι]] μου»)<br /><b>2.</b> (για [[ποτό]]) «βαράει στο [[κεφάλι]]» — μεθάει, φέρνει [[ζάλη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[χρέος]]) [[επιβαρύνω]]<br /><b>2.</b> «βαροῡμαι» — [[δυσανασχετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μτχ. θηλ.) <i>βαρούμενη</i> και <i>βαρεμένη</i><br />η [[έγκυος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οἴνῳ βεβαρηὼς» ή «...βεβαρημένος» — [[βαρύς]] απ' το [[πιοτό]], μεθυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. ρ. [[βαρώ]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από την ομηρική μτχ. [[βεβαρηώς]], που απαντά στις φρ. «οίνῳ <i>βεβαρηότες</i>» και «...<i>βεβαρηότα</i>» (γ 139, τ 122), αναλελυμένη [[μορφή]] του συνθ. [[οινοβαρής]] <span style="color: red;"><</span> [[οίνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]. Από το αρχ. [[βαρώ]] προέκυψε το νεοελλ. [[βαρώ]], με διαφορετική όμως [[σημασία]]. Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρήματος από «[[επιβαρύνω]], [[πιέζω]]» και «[[χτυπώ]]» ξεκινά από το θηλ. [[βαρεία]] του επίθ. [[βαρύς]], το οποίο ουσιαστικοποιήθηκε ([[βαρεία]] > [[βαρέα]] > [[βαριά]]) και κατέληξε να σημαίνει «[[σφυρί]]», που χρησιμοποιείται όχι μόνο για την [[πίεση]] κάποιου αντικειμένου, [[αλλά]] και για τον θρυμματισμό του πάγου, τη [[θραύση]] της πέτρας κ.ά., άρα αυτό με το οποίο [[κανείς]] χτυπά. Αργότερα και λόγω της ετυμολογικής και μορφολογικής σχέσεώς τους η [[σημασία]] του ουσιαστικού επεκτάθηκε και στο [[ρήμα]]].
|mltxt=(-άω και -έω) (AM βαρῶ, -έω, Μ και -άω)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] με το [[βάρος]] μου<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]], [[λυπώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]]<br /><b>2.</b> [[σημαίνω]], [[χτυπώ]] («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η [[καμπάνα]]»)<br /><b>3.</b> έχω [[βάρος]], [[ζυγίζω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «βαράω [[λουμπάρδα]], τουφεκιές» — [[πυροβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], τραυματίζομαι («βάρεσα το [[πόδι]]» ή «βάρεσα το [[πόδι]] μου»)<br /><b>2.</b> (για [[ποτό]]) «βαράει στο [[κεφάλι]]» — μεθάει, φέρνει [[ζάλη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[χρέος]]) [[επιβαρύνω]]<br /><b>2.</b> «βαροῦμαι» — [[δυσανασχετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μτχ. θηλ.) <i>βαρούμενη</i> και <i>βαρεμένη</i><br />η [[έγκυος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οἴνῳ βεβαρηὼς» ή «...βεβαρημένος» — [[βαρύς]] απ' το [[πιοτό]], μεθυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. ρ. [[βαρώ]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από την ομηρική μτχ. [[βεβαρηώς]], που απαντά στις φρ. «οίνῳ <i>βεβαρηότες</i>» και «...<i>βεβαρηότα</i>» (γ 139, τ 122), αναλελυμένη [[μορφή]] του συνθ. [[οινοβαρής]] <span style="color: red;"><</span> [[οίνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]. Από το αρχ. [[βαρώ]] προέκυψε το νεοελλ. [[βαρώ]], με διαφορετική όμως [[σημασία]]. Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρήματος από «[[επιβαρύνω]], [[πιέζω]]» και «[[χτυπώ]]» ξεκινά από το θηλ. [[βαρεία]] του επίθ. [[βαρύς]], το οποίο ουσιαστικοποιήθηκε ([[βαρεία]] > [[βαρέα]] > [[βαριά]]) και κατέληξε να σημαίνει «[[σφυρί]]», που χρησιμοποιείται όχι μόνο για την [[πίεση]] κάποιου αντικειμένου, [[αλλά]] και για τον θρυμματισμό του πάγου, τη [[θραύση]] της πέτρας κ.ά., άρα αυτό με το οποίο [[κανείς]] χτυπά. Αργότερα και λόγω της ετυμολογικής και μορφολογικής σχέσεώς τους η [[σημασία]] του ουσιαστικού επεκτάθηκε και στο [[ρήμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 24 October 2020

Greek Monolingual

(-άω και -έω) (AM βαρῶ, -έω, Μ και -άω)
1. πιέζω με το βάρος μου
2. ενοχλώ, λυπώ
μσν.- νεοελλ.
1. χτυπώ, πλήττω
2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα»)
3. έχω βάρος, ζυγίζω
4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» — πυροβολώ
νεοελλ.
1. χτυπώ, τραυματίζομαι («βάρεσα το πόδι» ή «βάρεσα το πόδι μου»)
2. (για ποτό) «βαράει στο κεφάλι» — μεθάει, φέρνει ζάλη
αρχ.-μσν.
1. (για χρέος) επιβαρύνω
2. «βαροῦμαι» — δυσανασχετώ
νεοελλ.
(μτχ. θηλ.) βαρούμενη και βαρεμένη
η έγκυος
αρχ.
φρ. «οἴνῳ βεβαρηὼς» ή «...βεβαρημένος» — βαρύς απ' το πιοτό, μεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ρ. βαρώ είναι μτγν. και προήλθε από την ομηρική μτχ. βεβαρηώς, που απαντά στις φρ. «οίνῳ βεβαρηότες» και «...βεβαρηότα» (γ 139, τ 122), αναλελυμένη μορφή του συνθ. οινοβαρής < οίνος + -βαρής < βάρος. Από το αρχ. βαρώ προέκυψε το νεοελλ. βαρώ, με διαφορετική όμως σημασία. Η σημασιολογική εξέλιξη του ρήματος από «επιβαρύνω, πιέζω» και «χτυπώ» ξεκινά από το θηλ. βαρεία του επίθ. βαρύς, το οποίο ουσιαστικοποιήθηκε (βαρεία > βαρέα > βαριά) και κατέληξε να σημαίνει «σφυρί», που χρησιμοποιείται όχι μόνο για την πίεση κάποιου αντικειμένου, αλλά και για τον θρυμματισμό του πάγου, τη θραύση της πέτρας κ.ά., άρα αυτό με το οποίο κανείς χτυπά. Αργότερα και λόγω της ετυμολογικής και μορφολογικής σχέσεώς τους η σημασία του ουσιαστικού επεκτάθηκε και στο ρήμα].