ζωγραφίζω: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - ">" to ">") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ζωγραφώ]] (AM ζωγραφῶ, | |mltxt=και [[ζωγραφώ]] (AM ζωγραφῶ, [[ζωγραφέω]])<br /><b>1.</b> [[αναπαριστάνω]], [[απεικονίζω]] με χρώματα [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα<br /><b>2.</b> [[διακοσμώ]] με εικόνες, [[εικονογραφώ]] («ζωγράφισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταγίνομαι]] με τη ζωγραφική<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[περιγράφω]] γραπτώς ή με λόγο [[κάτι]] τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο [[αναγνώστης]] ή ο [[ακροατής]] να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[χαρακτηρίζω]], [[ιδίως]] δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φαντάζομαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζωγραφίζομαι</i><br />(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξωραΐζω]]<br /><b>2.</b> [[συμβολίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν [[πρός]] τινα» — [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[διακοσμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγράφος]]. Ο αόρ. <i>εζωγράφησα</i> του [[ζωγραφώ]], ταυτιζόμενος ως [[προς]] την [[προφορά]] του με τον αόρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i>, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. [[ζωγραφίζω]] ([[πρβλ]]. [[σκορπώ]], αόρ. <i>σκόρπησα</i> > [[σκορπίζω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:49, 24 September 2024
Greek Monolingual
και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, ζωγραφέω)
1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα
2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο»)
νεοελλ.
1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική
2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με λόγο κάτι τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο αναγνώστης ή ο ακροατής να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με κάθε λεπτομέρεια
β) (για πρόσ.) χαρακτηρίζω, ιδίως δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)
3. μτφ. φαντάζομαι κάτι
4. μέσ. ζωγραφίζομαι
(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι
αρχ.
1. εξωραΐζω
2. συμβολίζω
3. φρ. «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν πρός τινα» — μιμούμαι κάποιον
4. διευθετώ, διακοσμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωγραφώ < ζωγράφος. Ο αόρ. εζωγράφησα του ζωγραφώ, ταυτιζόμενος ως προς την προφορά του με τον αόρ. τών ρ. σε -ίζω, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. ζωγραφίζω (πρβλ. σκορπώ, αόρ. σκόρπησα > σκορπίζω)].