χείμαρρος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(cc2)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=χείμαρρος
|Medium diacritics=χείμαρρος
|Low diacritics=χείμαρρος
|Capitals=ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ
|Transliteration A=cheímarros
|Transliteration B=cheimarros
|Transliteration C=cheimarros
|Beta Code=xei/marros
|Definition=later for [[χειμάρροος]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[χειμάρροος]];<br />ὁ [[χείμαρρος]], <i>c.</i> [[χειμάρροος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[χειμάρροος]];<br />ὁ [[χείμαρρος]], <i>c.</i> [[χειμάρροος]].
Line 7: Line 18:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ce⋯ma¸?oj 黑馬-而羅士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':冬天-湧出<br />'''字義溯源''':暴風雨-急流溪,溪,谷;由([[χειμών]])=暴風雨)與([[ῥέω]])*=流)組成,其中 ([[χειμών]])出自([[Χερούβ]])X*=灌注,流出)<br />'''出現次數''':總共(1);約(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 溪(1) 約18:1
|sngr='''原文音譯''':ce⋯ma¸?oj 黑馬-而羅士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':冬天-湧出<br />'''字義溯源''':暴風雨-急流溪,溪,谷;由([[χειμών]])=暴風雨)與([[ῥέω]])*=流)組成,其中 ([[χειμών]])出自([[Χερούβ]])X*=灌注,流出)<br />'''出現次數''':總共(1);約(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 溪(1) 約18:1
}}
{{pape
|ptext=poet. statt [[χειμάρροος]]; [[ποταμός]] <i>Il</i>. 4.452, 5.88; Pind. frg. 90; Lobeck <i>Phryn</i>. 234, 669.
}}
{{trml
|trtx====[[torrent]]===
Albanian: përrua, rrua; Aromanian: flumin; Assamese: হাৱৰ; Bengali: সয়লাব; Bulgarian: порой; Catalan: torrent, riera; Chinese Mandarin: [[奔流]], [[急流]], [[洪流]]; Dutch: [[stortvloed]], [[stroom]]; Esperanto: torento; Finnish: hyöky, vyöry; French: [[torrent]]; Galician: dioivo, doira, bullón, enxurrada, quenlle, frieira; Georgian: ნიაღვარი, ღვარი, ნაკადი, ლანქერი; German: [[Strom]], [[Schwall]], [[Sturzflut]]; Ancient Greek: [[ῥεῖθρον χείμαρρον]], [[ῥύαξ]], [[χειμάρροος]], [[χείμαρρος]], [[χειμάρρους]]; Hungarian: özön; Kurdish Central Kurdish: لێشاو; Macedonian: порој, буица; Malay: cegar; Maltese: wied; Maori: ia, hīrere; Ottoman Turkish: سیل; Persian: سیلاب; Polish: potok; Portuguese: [[torrente]]; Romanian: torent, puhoi; Russian: [[поток]]; Scottish Gaelic: tuil, taom, gàth; Slovene: hudournik; Spanish: [[torrente]]; Swedish: skur, ström, fors c
}}
}}

Latest revision as of 06:06, 31 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χείμαρρος Medium diacritics: χείμαρρος Low diacritics: χείμαρρος Capitals: ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ
Transliteration A: cheímarros Transliteration B: cheimarros Transliteration C: cheimarros Beta Code: xei/marros

English (LSJ)

later for χειμάρροος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. χειμάρροος;
χείμαρρος, c. χειμάρροος.

Greek Monolingual

ο / χείμαρρος, -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, συνήθως σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο λειώσιμο του χιονιού
2. μτφ. (σε παρομοίωση) ορμητικός, ασταμάτητος (α. «έπεσε σαν χείμαρρος επάνω του
β. «ὥσπερ χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», Δημοσθ.
γ. «πλεκτάνη χειμάρροος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) ευφραδής («όταν μιλάει στη βουλή, είναι σωστός χείμαρρος»)
αρχ.
1. αυτός που ρέει κατά τον χειμώνα
2. το αρσ. ως ουσ. α) ποτάμιο ρεύμα ή ποταμός
β) αγωγός νερού, οχετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -ρρους /-ρροος / -ρρος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό-ρροος, κατά-ρρους].

Chinese

原文音譯:ce⋯ma¸?oj 黑馬-而羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:冬天-湧出
字義溯源:暴風雨-急流溪,溪,谷;由(χειμών)=暴風雨)與(ῥέω)*=流)組成,其中 (χειμών)出自(Χερούβ)X*=灌注,流出)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 溪(1) 約18:1

German (Pape)

poet. statt χειμάρροος; ποταμός Il. 4.452, 5.88; Pind. frg. 90; Lobeck Phryn. 234, 669.

Translations

torrent

Albanian: përrua, rrua; Aromanian: flumin; Assamese: হাৱৰ; Bengali: সয়লাব; Bulgarian: порой; Catalan: torrent, riera; Chinese Mandarin: 奔流, 急流, 洪流; Dutch: stortvloed, stroom; Esperanto: torento; Finnish: hyöky, vyöry; French: torrent; Galician: dioivo, doira, bullón, enxurrada, quenlle, frieira; Georgian: ნიაღვარი, ღვარი, ნაკადი, ლანქერი; German: Strom, Schwall, Sturzflut; Ancient Greek: ῥεῖθρον χείμαρρον, ῥύαξ, χειμάρροος, χείμαρρος, χειμάρρους; Hungarian: özön; Kurdish Central Kurdish: لێشاو; Macedonian: порој, буица; Malay: cegar; Maltese: wied; Maori: ia, hīrere; Ottoman Turkish: سیل; Persian: سیلاب; Polish: potok; Portuguese: torrente; Romanian: torent, puhoi; Russian: поток; Scottish Gaelic: tuil, taom, gàth; Slovene: hudournik; Spanish: torrente; Swedish: skur, ström, fors c