связь: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ζεῦγμα]], [[συνήθεια]], [[ὁμιλία]], [[ὁμιλίη]], [[ὁμίλημα]], [[συναναστροφή]], [[συμπεριφορά]], [[κοινώνημα]], [[κοινωνία]], [[ἀκόλουθον]], [[σύνδετον]], [[ἐπισύνδεσις]], [[ἁρμός]], [[σύνδεσμος]], [[ἐξάρτησις]], [[ἅψος]], [[συνδετικόν]], [[σύμπηξις]], [[ἀρμονία]], [[ἁρμονίη]], [[ἁρμονιά]], [[πῆγμα]], [[ἐπιμιξία]], [[μῖξις]], [[ἁρμογή]], [[συνάρτησις]], [[σύνθεσις]], [[συνέλευσις]], [[συναγωγή]], [[σύναψις]], [[σύζευξις]], [[συναρμογή]], [[συμπλοκή]], [[σύνταξις]] | |rueltext=[[συνέχεια]], [[ζεῦγμα]], [[συνήθεια]], [[ὁμιλία]], [[ὁμιλίη]], [[ὁμίλημα]], [[συναναστροφή]], [[συμπεριφορά]], [[κοινώνημα]], [[κοινωνία]], [[ἀκόλουθον]], [[σύνδετον]], [[ἐπισύνδεσις]], [[ἁρμός]], [[σύνδεσμος]], [[ἐξάρτησις]], [[ἅψος]], [[συνδετικόν]], [[σύμπηξις]], [[ἀρμονία]], [[ἁρμονίη]], [[ἁρμονιά]], [[πῆγμα]], [[ἐπιμιξία]], [[μῖξις]], [[ἁρμογή]], [[συνάρτησις]], [[σύνθεσις]], [[συνέλευσις]], [[συναγωγή]], [[σύναψις]], [[σύζευξις]], [[συναρμογή]], [[συμπλοκή]], [[σύνταξις]], [[συμβόλαιον]], [[σύνοδος]], [[σχέσις]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 15 October 2019
Russian > Greek
συνέχεια, ζεῦγμα, συνήθεια, ὁμιλία, ὁμιλίη, ὁμίλημα, συναναστροφή, συμπεριφορά, κοινώνημα, κοινωνία, ἀκόλουθον, σύνδετον, ἐπισύνδεσις, ἁρμός, σύνδεσμος, ἐξάρτησις, ἅψος, συνδετικόν, σύμπηξις, ἀρμονία, ἁρμονίη, ἁρμονιά, πῆγμα, ἐπιμιξία, μῖξις, ἁρμογή, συνάρτησις, σύνθεσις, συνέλευσις, συναγωγή, σύναψις, σύζευξις, συναρμογή, συμπλοκή, σύνταξις, συμβόλαιον, σύνοδος, σχέσις