связь: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ζεῦγμα]], [[συνήθεια]], [[ὁμιλία]], [[ὁμιλίη]], [[ὁμίλημα]], [[συναναστροφή]], [[συμπεριφορά]], [[κοινώνημα]], [[κοινωνία]], [[ἀκόλουθον]], [[σύνδετον]], [[ἐπισύνδεσις]], [[ἁρμός]], [[σύνδεσμος]], [[ἐξάρτησις]], [[ἅψος]], [[συνδετικόν]], [[σύμπηξις]], [[ἀρμονία]], [[ἁρμονίη]], [[ἁρμονιά]], [[πῆγμα]], [[ἐπιμιξία]], [[μῖξις]], [[ἁρμογή]], [[συνάρτησις]], [[σύνθεσις]], [[συνέλευσις]], [[συναγωγή]], [[σύναψις]], [[σύζευξις]], [[συναρμογή]], [[συμπλοκή]], [[σύνταξις]] | |rueltext=[[συνέχεια]], [[ζεῦγμα]], [[συνήθεια]], [[ὁμιλία]], [[ὁμιλίη]], [[ὁμίλημα]], [[συναναστροφή]], [[συμπεριφορά]], [[κοινώνημα]], [[κοινωνία]], [[ἀκόλουθον]], [[σύνδετον]], [[ἐπισύνδεσις]], [[ἁρμός]], [[σύνδεσμος]], [[ἐξάρτησις]], [[ἅψος]], [[συνδετικόν]], [[σύμπηξις]], [[ἀρμονία]], [[ἁρμονίη]], [[ἁρμονιά]], [[πῆγμα]], [[ἐπιμιξία]], [[μῖξις]], [[ἁρμογή]], [[συνάρτησις]], [[σύνθεσις]], [[συνέλευσις]], [[συναγωγή]], [[σύναψις]], [[σύζευξις]], [[συναρμογή]], [[συμπλοκή]], [[σύνταξις]], [[συμβόλαιον]], [[σύνοδος]], [[σχέσις]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 15 October 2019
Russian > Greek
συνέχεια, ζεῦγμα, συνήθεια, ὁμιλία, ὁμιλίη, ὁμίλημα, συναναστροφή, συμπεριφορά, κοινώνημα, κοινωνία, ἀκόλουθον, σύνδετον, ἐπισύνδεσις, ἁρμός, σύνδεσμος, ἐξάρτησις, ἅψος, συνδετικόν, σύμπηξις, ἀρμονία, ἁρμονίη, ἁρμονιά, πῆγμα, ἐπιμιξία, μῖξις, ἁρμογή, συνάρτησις, σύνθεσις, συνέλευσις, συναγωγή, σύναψις, σύζευξις, συναρμογή, συμπλοκή, σύνταξις, συμβόλαιον, σύνοδος, σχέσις