опустошать: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(4)
 
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[καταθέω]], [[ἐκκορέω]], [[κενόω]], [[κεινόω]], [[ἐκκενόω]], [[ἐκκεινόω]], [[δαΐζω]], [[ἐξανίστημι]], [[ληΐζομαι]], [[λῄζομαι]], [[λεΐζομαι]], [[λεηλατέω]], [[λαπάσσω]], [[λαπάττω]], [[ἐρημόω]], [[πέρθω]], [[κακοποιέω]], [[κεραΐζω]], [[πορθέω]], [[διαφθείρω]], [[διαπορθέω]], [[δηλέομαι]], [[δαλέομαι]], [[κατατρέχω]], [[ἐπικείρω]], [[προνομεύω]], [[δενδροκοπέω]], [[δηϊόω]], [[δῃόω]], [[ἐκκοκκίζω]], [[κόπτω]], [[ἀϊστόω]]
|rueltext=[[καταθέω]], [[ἐκκορέω]], [[κενόω]], [[κεινόω]], [[ἐκκενόω]], [[ἐκκεινόω]], [[δαΐζω]], [[ἐξανίστημι]], [[ληΐζομαι]], [[λῄζομαι]], [[λεΐζομαι]], [[λεηλατέω]], [[λαπάσσω]], [[λαπάττω]], [[ἐρημόω]], [[πέρθω]], [[κακοποιέω]], [[κεραΐζω]], [[πορθέω]], [[διαφθείρω]], [[διαπορθέω]], [[δηλέομαι]], [[δαλέομαι]], [[κατατρέχω]], [[ἐπικείρω]], [[προνομεύω]], [[δενδροκοπέω]], [[δηϊόω]], [[δῃόω]], [[ἐκκοκκίζω]], [[κόπτω]], [[ἀϊστόω]], [[περικόπτω]], [[κατασκάπτω]], [[ἀδικέω]], [[φθείρω]], [[κείρω]], [[τέμνω]], [[τρίβω]], [[ἐξαιρέω]]
}}
}}

Latest revision as of 18:03, 18 October 2019