γυμνητικός: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gymnitikos | |Transliteration C=gymnitikos | ||
|Beta Code=gumnhtiko/s | |Beta Code=gumnhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=γυμνητική, γυμνητικόν, of or for a [[γυμνής]], ὅπλα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.2.4, Plu.''Flam.''4; τὸ [[γυμνητικόν]], = [[γυμνητεία]], Str.7.3.17. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[propio de un soldado de infantería ligera]] ὅπλα X.<i>Cyr</i>.1.2.4, Plu.<i>Flam</i>.4.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ γ. [[infantería ligera]] μεσότης δ' ἀμφοῖν (caballería e infantería) τὸ γ. Aristid.Quint.107.5, cf. Str.7.3.17. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0509.png Seite 509]] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = [[γυμνητία]], Strab. VII p. 306. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0509.png Seite 509]] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = [[γυμνητία]], Strab. VII p. 306. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne les soldats armés à la légère]].<br />'''Étymologie:''' [[γυμνής]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυμνητικός -ή -όν [γυμνήτης] van een lichtgewapende soldaat:. σὺν τοῖς γυμνητικοῖς ὅπλοις met hun wapens van lichtgewapende soldaten Xen. Cyr. 1.2.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γυμνητικός:''' [[присвоенный легковооруженным войскам]] ([[ὅπλα]] Xen. и [[ὅπλον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γυμνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =[[γυμνητεία]], Στράβ. 306. | |lstext='''γυμνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =[[γυμνητεία]], Στράβ. 306. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γυμνητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον [[ελαφρά]] οπλισμένο ([[γυμνής]]), σε Ξεν. | |lsmtext='''γυμνητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον [[ελαφρά]] οπλισμένο ([[γυμνής]]), σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γυμνής]]<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] ([[γυμνής]]), Xen. | |mdlsjtxt=[[γυμνής]]<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] ([[γυμνής]]), Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
γυμνητική, γυμνητικόν, of or for a γυμνής, ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4; τὸ γυμνητικόν, = γυμνητεία, Str.7.3.17.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 propio de un soldado de infantería ligera ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4.
2 subst. τὸ γ. infantería ligera μεσότης δ' ἀμφοῖν (caballería e infantería) τὸ γ. Aristid.Quint.107.5, cf. Str.7.3.17.
German (Pape)
[Seite 509] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = γυμνητία, Strab. VII p. 306.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les soldats armés à la légère.
Étymologie: γυμνής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνητικός -ή -όν [γυμνήτης] van een lichtgewapende soldaat:. σὺν τοῖς γυμνητικοῖς ὅπλοις met hun wapens van lichtgewapende soldaten Xen. Cyr. 1.2.4.
Russian (Dvoretsky)
γυμνητικός: присвоенный легковооруженным войскам (ὅπλα Xen. и ὅπλον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γυμνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =γυμνητεία, Στράβ. 306.
Greek Monolingual
γυμνητικός, -ή, -όν (Α) γυμνής
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε γυμνήτη
2. το ουδ. ως ουσ. το γυμνητικόν
η γυμνητεία.
Greek Monotonic
γυμνητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τον ελαφρά οπλισμένο (γυμνής), σε Ξεν.