κοιταῖος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koitaios
|Transliteration C=koitaios
|Beta Code=koitai=os
|Beta Code=koitai=os
|Definition=α, ον<b class="b3">, κοίτη</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[abed]], <b class="b3">κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ</b> to <b class="b2">pass the night</b> in the country, Decr. ap. <span class="bibl">D.18.37</span>; but <b class="b3">τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κ</b>. [[encamp]], <span class="bibl">Plb.3.61.10</span>; κ. ἔρχεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>177</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst., <b class="b3">τὸκ</b>., = [[κοίτη]] <span class="bibl">1.2</span>, [[lair]] of a wild beast, <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">τὰκ. ἐπισπένδειν</b> take a <b class="b2">last cup, 'night-cap</b>', <span class="bibl">Hld.3.4</span>.</span>
|Definition=α, ον, ([[κοίτη]])<br><span class="bld">A</span> [[abed]], κοιταῖον [[γίγνεσθαι]] ἐν τῇ χώρᾳ = o [[pass]] the [[night]] in the [[country]], Decr. ap. D.18.37; but τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους [[encamp]], Plb.3.61.10; κ. [[ἔρχεσθαι]] Id.Fr.177.<br><span class="bld">II</span> Subst., τὸ [[κοιταῖον]] = [[κοίτη]] 1.2, [[lair]] of a [[wild]] [[beast]], Plu.TG9.<br><span class="bld">2</span> [[τὰ κοιταῖα]] = [[evening]] [[libation]]s, [[τὰ κοιταῖα]] [[ἐπισπένδειν]] = [[take]] a [[last cup]], '[[night-cap]]', Hld.3.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ [[γενέσθαι]] κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Thiere, Plut. Tib. Graech. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ [[γενέσθαι]] κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Tiere, Plut. Tib. Graech. 9.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κοιταῖος''': -α, -ον, ([[κοίτη]]) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, [[ψήφισμα]] παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = [[κοίτη]], ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> [[qui concerne le temps du coucher]];<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> qui concerne le temps du coucher;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
|elrutext='''κοιταῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[спящий]], [[ночующий]] ([[κοιταῖον]] γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[ночной]]: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κοιταῑος, -αία, -ον (AM) [[κοίτη]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιταῑον</i><br />(για θηρία) [[κοίτη]], [[φωλιά]] άγριων ζώων, [[κρύπτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιταῑος [[γίγνομαι]]»<br />i) [[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]], [[ξενυχτώ]] φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ [[χώρα]] κοιταῑον [[γίγνεσθαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />ii) [[φθάνω]] [[κατά]] την ώρα του ύπνου ή, [[κατά]] δ. ερμ., [[κατασκηνώνω]], [[στρατοπεδεύω]]<br />β) «τὰ κοιταῑα [[ἐπισπένδω]]» — [[πίνω]] το τελευταίο [[ποτήρι]] [[πριν]] κοιμηθώ.
|mltxt=κοιταῖος, -αία, -ον (AM) [[κοίτη]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιταῖον</i><br />(για θηρία) [[κοίτη]], [[φωλιά]] άγριων ζώων, [[κρύπτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιταῖος [[γίγνομαι]]»<br />i) [[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]], [[ξενυχτώ]] φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ [[χώρα]] κοιταῖον [[γίγνεσθαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />ii) [[φθάνω]] [[κατά]] την ώρα του ύπνου ή, [[κατά]] δ. ερμ., [[κατασκηνώνω]], [[στρατοπεδεύω]]<br />β) «τὰ κοιταῖα [[ἐπισπένδω]]» — [[πίνω]] το τελευταίο [[ποτήρι]] [[πριν]] κοιμηθώ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοιταῖος:''' -α, -ον ([[κοίτη]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[κρεβάτι]], [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. κοιταῖον, <i>τό</i>, [[φωλιά]] άγριου θηρίου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κοιταῖος:''' -α, -ον ([[κοίτη]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[κρεβάτι]], [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. κοιταῖον, <i>τό</i>, [[φωλιά]] άγριου θηρίου, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοιταῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> спящий, ночующий ([[κοιταῖον]] γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);<br /><b class="num">2)</b> ночной: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.
|lstext='''κοιταῖος''': -α, -ον, ([[κοίτη]]) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, [[ψήφισμα]] παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = [[κοίτη]], ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοιταῖος]], η, ον [[κοίτη]]<br /><b class="num">1.</b> in bed, ap. Dem.<br /><b class="num">2.</b> as Subst., κοιταῖον, ου, τό, the [[lair]] of a [[wild]] [[beast]], Plut.
|mdlsjtxt=[[κοιταῖος]], η, ον [[κοίτη]]<br /><b class="num">1.</b> in bed, ap. Dem.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]], κοιταῖον, ου, τό, the [[lair]] of a [[wild]] [[beast]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 05:35, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιταῖος Medium diacritics: κοιταῖος Low diacritics: κοιταίος Capitals: ΚΟΙΤΑΙΟΣ
Transliteration A: koitaîos Transliteration B: koitaios Transliteration C: koitaios Beta Code: koitai=os

English (LSJ)

α, ον, (κοίτη)
A abed, κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ = o pass the night in the country, Decr. ap. D.18.37; but τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους encamp, Plb.3.61.10; κ. ἔρχεσθαι Id.Fr.177.
II Subst., τὸ κοιταῖον = κοίτη 1.2, lair of a wild beast, Plu.TG9.
2 τὰ κοιταῖα = evening libations, τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν = take a last cup, 'night-cap', Hld.3.4.

German (Pape)

[Seite 1470] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Tiere, Plut. Tib. Graech. 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 adj. qui concerne le temps du coucher;
2 subst. τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.
Étymologie: κοίτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.

Russian (Dvoretsky)

κοιταῖος:
1 спящий, ночующий (κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);
2 ночной: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.

Greek Monolingual

κοιταῖος, -αία, -ον (AM) κοίτη
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῖον
(για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη
αρχ.
1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι
2. φρ. α) «κοιταῖος γίγνομαι»
i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ χώρα κοιταῖον γίγνεσθαι», Δημοσθ.)
ii) φθάνω κατά την ώρα του ύπνου ή, κατά δ. ερμ., κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω
β) «τὰ κοιταῖα ἐπισπένδω» — πίνω το τελευταίο ποτήρι πριν κοιμηθώ.

Greek Monotonic

κοιταῖος: -α, -ον (κοίτη
1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, παρά Δημ.
2. ως ουσ. κοιταῖον, τό, φωλιά άγριου θηρίου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοιταῖος: -α, -ον, (κοίτη) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = κοίτη, ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον ποτήριον, τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.

Middle Liddell

κοιταῖος, η, ον κοίτη
1. in bed, ap. Dem.
2. as substantive, κοιταῖον, ου, τό, the lair of a wild beast, Plut.