ῥαψῳδικός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rapsodikos | |Transliteration C=rapsodikos | ||
|Beta Code=r(ayw|diko/s | |Beta Code=r(ayw|diko/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥαψῳδική, ῥαψῳδικόν, of or for a [[rhapsodist]]: ἡ [[ῥαψῳδική]] (with and without [[τέχνη]]) [[the rhapsodist's art]], Pl.''Ion'' 538b, 540a, al. Adv. [[ῥαψῳδικῶς]] Eust. 3.55. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0836.png Seite 836]] ή, όν, zum Rhapsoden gehörig, ihm eigen, [[τέχνη]], Plat. Ion 538 b 540 a, die Rhapsodenkunst. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0836.png Seite 836]] ή, όν, zum Rhapsoden gehörig, ihm eigen, [[τέχνη]], Plat. Ion 538 b 540 a, die Rhapsodenkunst. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne les rhapsodes]], [[de rhapsode]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥαψῳδός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥαψῳδικός:''' [[рапсодический]], [[эпический]] ([[τέχνη]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥαψῳδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥαψῳδόν, ἡ ῥαψῳδική ( | |lstext='''ῥαψῳδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥαψῳδόν, ἡ ῥαψῳδική (μετὰ τῆς λέξ. [[τέχνη]] ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ῥαψῳδοῦ, Πλάτ. Ἴων 538Β, 540Α, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 3. 55. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥαψῳδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαψῳδός]] | |mltxt=-ή, -ό / [[ῥαψῳδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαψῳδός]]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη [[ραψωδία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ραψωδική</i><br />η [[τέχνη]] του ραψωδού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥαψῳδικῶς</i> ΜΑ<br />με ύφος ραψωδού. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥαψῳδικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον ραψωδό· <i>ἡ-κή</i> (με ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του ραψωδού, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ῥαψῳδικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον ραψωδό· <i>ἡ-κή</i> (με ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του ραψωδού, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥαψῳδικός]], ή, όν<br />of or for a [[rhapsodist]]: ἡ -κή (with and without τέχνἠ, the [[rhapsodist]]'s art, Plat. [from [[ῥαψῳδός]] | |mdlsjtxt=[[ῥαψῳδικός]], ή, όν<br />of or for a [[rhapsodist]]: ἡ -κή (with and without τέχνἠ, the [[rhapsodist]]'s art, Plat. [from [[ῥαψῳδός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥαψῳδική, ῥαψῳδικόν, of or for a rhapsodist: ἡ ῥαψῳδική (with and without τέχνη) the rhapsodist's art, Pl.Ion 538b, 540a, al. Adv. ῥαψῳδικῶς Eust. 3.55.
German (Pape)
[Seite 836] ή, όν, zum Rhapsoden gehörig, ihm eigen, τέχνη, Plat. Ion 538 b 540 a, die Rhapsodenkunst.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les rhapsodes, de rhapsode.
Étymologie: ῥαψῳδός.
Russian (Dvoretsky)
ῥαψῳδικός: рапсодический, эпический (τέχνη Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥαψῳδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥαψῳδόν, ἡ ῥαψῳδική (μετὰ τῆς λέξ. τέχνη ἢ ἄνευ αὐτῆς), ἡ τέχνη τοῦ ῥαψῳδοῦ, Πλάτ. Ἴων 538Β, 540Α, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 3. 55.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥαψῳδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥαψῳδός·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη ραψωδία
2. το θηλ. ως ουσ. η ραψωδική
η τέχνη του ραψωδού.
επίρρ...
ῥαψῳδικῶς ΜΑ
με ύφος ραψωδού.
Greek Monotonic
ῥαψῳδικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον ραψωδό· ἡ-κή (με ή χωρίς τη λέξη τέχνη), η τέχνη του ραψωδού, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ῥαψῳδικός, ή, όν
of or for a rhapsodist: ἡ -κή (with and without τέχνἠ, the rhapsodist's art, Plat. [from ῥαψῳδός