καθιζάνω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathizano | |Transliteration C=kathizano | ||
|Beta Code=kaqiza/nw | |Beta Code=kaqiza/nw | ||
|Definition=Aeol. κατισδάνω | |Definition=Aeol. [[κατισδάνω]] Sapph.''Supp.''19.5, irreg. impf. [[ἐκαθίζανον]] (παρ-) ''IG''22.1011.22(ii B.C.):—[[sit down]], <b class="b3">θῶκόνδε καθίζανον</b> [[they went]] to the council [[and took their seats]], Od.5.3; <b class="b3">μάντις ἐς θρόνους κ.</b> A.''Eu.''29; παρά τινα Polyaen.8.64: abs., σὺ δὲ καθίζανε Pherecr.172; of bees, birds, etc., [[settle]], [[perch]], μέλιτταν ἐφ' ἅπαντα βλαστήματα καθιζάνουσαν Isoc.1.52, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''601a7; <b class="b3">ἐπὶ δονάκων, πέτραις</b>, ib. 593b10, 619b8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1285.png Seite 1285]] if, [[ἱζάνω]]), sich setzen, sich niederlassen; θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον Od. 5, 3; εἰς θρόνους Aesch. Eum. 29; ἡ [[μέλιττα]] ἐφ' ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr. 1, 52; eben so construirt Arist. H. A. 8, 17; [[παρά]] τινα Polyaen. 8, 64. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1285.png Seite 1285]] if, [[ἱζάνω]]), sich setzen, sich niederlassen; θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον Od. 5, 3; εἰς θρόνους Aesch. Eum. 29; ἡ [[μέλιττα]] ἐφ' ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr. 1, 52; eben so construirt Arist. H. A. 8, 17; [[παρά]] τινα Polyaen. 8, 64. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> καθίζανον;<br />[[s'asseoir]], [[se poser]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱζάνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καθιζάνω [καθίζω] praes. en imperf. καθίζανον, Aeol. praes. 3 sing. κατισδάνει, (gaan) zitten. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κᾰθιζάνω:''' (ζᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[садиться]], [[усаживаться]] ([[θῶκόνδε]] Hom.; εἰς θρόνους Aesch.);<br /><b class="num">2</b> (о пчелах, птицах) садиться, опускаться (ἐφ᾽ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὶ τῶν δονάκων, ἐπὶ πέτρας Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''καθιζάνω:''' [ᾰ], [[κάθομαι]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον, προσέρχονταν στο [[συμβούλιο]] και κατελάμβαναν, κάθονταν στις θέσεις τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[μάντις]] ἐς θρόνους, <i>κ</i>., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''καθιζάνω:''' [ᾰ], [[κάθομαι]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον, προσέρχονταν στο [[συμβούλιο]] και κατελάμβαναν, κάθονταν στις θέσεις τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[μάντις]] ἐς θρόνους, <i>κ</i>., σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καθιζάνω''': [[καθίζω]], [[κάθημαι]], οἱ δὲ θεοὶ θωκόνδε καθίζανον, ἐλάμβανον τὰς θέσεις των εἰς τὸ [[συνέδριον]], Ὀδ. Ε. 3· [[μάντις]] ἐς θρόνους [[καθιζάνω]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 29· καθ. ἐπί τι Ἰσοκρ. 13Β. ἐπί τινος ἢ τινι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 32, 12· [[παρά]] τινα Πολύαιν. 8. 64 ἀπολ., οὐ δὲ καθίζανε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 92. - Πρβλ. [[καθίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to sit [[down]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον they went to the [[council]] and took [[their]] seats, Od.; [[μάντις]] ἐς θρόνους κ. Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 3 March 2024
English (LSJ)
Aeol. κατισδάνω Sapph.Supp.19.5, irreg. impf. ἐκαθίζανον (παρ-) IG22.1011.22(ii B.C.):—sit down, θῶκόνδε καθίζανον they went to the council and took their seats, Od.5.3; μάντις ἐς θρόνους κ. A.Eu.29; παρά τινα Polyaen.8.64: abs., σὺ δὲ καθίζανε Pherecr.172; of bees, birds, etc., settle, perch, μέλιτταν ἐφ' ἅπαντα βλαστήματα καθιζάνουσαν Isoc.1.52, cf. Arist.HA601a7; ἐπὶ δονάκων, πέτραις, ib. 593b10, 619b8.
German (Pape)
[Seite 1285] if, ἱζάνω), sich setzen, sich niederlassen; θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον Od. 5, 3; εἰς θρόνους Aesch. Eum. 29; ἡ μέλιττα ἐφ' ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr. 1, 52; eben so construirt Arist. H. A. 8, 17; παρά τινα Polyaen. 8, 64.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. épq. καθίζανον;
s'asseoir, se poser.
Étymologie: κατά, ἱζάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθιζάνω [καθίζω] praes. en imperf. καθίζανον, Aeol. praes. 3 sing. κατισδάνει, (gaan) zitten.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθιζάνω: (ζᾰ)
1 садиться, усаживаться (θῶκόνδε Hom.; εἰς θρόνους Aesch.);
2 (о пчелах, птицах) садиться, опускаться (ἐφ᾽ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὶ τῶν δονάκων, ἐπὶ πέτρας Arst.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(Α καθιζάνω, αιολ. τ. κατισδάνω)
νεοελλ.
1. γεωλ. (για εδάφη) υποχωρώ προς τα κάτω, υφίσταμαι καθίζηση, καθίζω, κατολισθαίνω, βουλιάζω
2. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακαθίζω, κατέρχομαι στον πυθμένα ως ίζημα
αρχ.
κάθομαι, καθίζω («οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱζάνω, επαυξημένος τ. του ἵζω «κάθομαι»].
Greek Monotonic
καθιζάνω: [ᾰ], κάθομαι, θῶκόνδε καθίζανον, προσέρχονταν στο συμβούλιο και κατελάμβαναν, κάθονταν στις θέσεις τους, σε Ομήρ. Οδ.· μάντις ἐς θρόνους, κ., σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
καθιζάνω: καθίζω, κάθημαι, οἱ δὲ θεοὶ θωκόνδε καθίζανον, ἐλάμβανον τὰς θέσεις των εἰς τὸ συνέδριον, Ὀδ. Ε. 3· μάντις ἐς θρόνους καθιζάνω Αἰσχύλ. Εὐμ. 29· καθ. ἐπί τι Ἰσοκρ. 13Β. ἐπί τινος ἢ τινι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 32, 12· παρά τινα Πολύαιν. 8. 64 ἀπολ., οὐ δὲ καθίζανε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 92. - Πρβλ. καθίζω.
Middle Liddell
to sit down, θῶκόνδε καθίζανον they went to the council and took their seats, Od.; μάντις ἐς θρόνους κ. Aesch.