παλίμποινος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palimpoinos
|Transliteration C=palimpoinos
|Beta Code=pali/mpoinos
|Beta Code=pali/mpoinos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[retributive]], δίκαι <span class="bibl">Max.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">παλίμποινα, τά</b>, [[retribution]], [[repayment]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>793</span> (lyr.).</span>
|Definition=παλίμποινον,<br><span class="bld">A</span> [[retributive]], δίκαι Max.17.<br><span class="bld">II</span> [[παλίμποινα]], τά, [[retribution]], [[repayment]], A.''Ch.''793 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] wieder vergeltend, τὸ παλ., die Vergeltung, Rache, Aesch. Ch. 782.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] [[wieder vergeltend]], τὰ [[παλίμποινα]], die [[Vergeltung]], [[Rache]], Aesch. Ch. 782.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πᾰλίμποινος''': -ον, ὁ ἀνταποδίδων, [[ἐκδικητικός]], δίκαι Μάξιμ. π. καταρχ. 17. ΙΙ. παλίμποινα, τά, [[ἀνταπόδοσις]], πληρωμή, [[ἐκδίκησις]], Αἰσχύλ. Χο. 793.
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> [[qui châtie en retour]] ; τὰ [[παλίμποινα]] ESCHL [[châtiment]], [[vengeance]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ποινή]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> qui châtie en retour ; τὰ παλίμποινα ESCHL châtiment, vengeance.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ποινή]].
|elnltext=παλίμποινος -ον &#91;[[πάλιν]], [[ποινή]]] subst. τὰ [[παλίμποινα]] = [[vergelding]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''πᾰλίμποινος:''' -ον ([[ποινή]]), [[εκδικητικός]]· <i>παλίμποινα</i>, <i>τά</i>, [[εκδίκηση]], [[εξόφληση]], αποπληρωμή, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πᾰλίμποινος:''' -ον ([[ποινή]]), [[εκδικητικός]]· <i>παλίμποινα</i>, <i>τά</i>, [[εκδίκηση]], [[εξόφληση]], αποπληρωμή, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=παλίμποινος -ον [πάλιν, ποινή] subst. τὰ παλίμποινα vergelding.
|lstext='''πᾰλίμποινος''': -ον, ὁ ἀνταποδίδων, [[ἐκδικητικός]], δίκαι Μάξιμ. π. καταρχ. 17. ΙΙ. παλίμποινα, τά, [[ἀνταπόδοσις]], πληρωμή, [[ἐκδίκησις]], Αἰσχύλ. Χο. 793.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-ποινος, ον, [ποινη]<br />[[retributive]]: παλίμποινα, ων, τά, [[retribution]], [[repayment]], Aesch.
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-ποινος, ον, [ποινη]<br />[[retributive]]: παλίμποινα, ων, τά, [[retribution]], [[repayment]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:01, 1 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμποινος Medium diacritics: παλίμποινος Low diacritics: παλίμποινος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: palímpoinos Transliteration B: palimpoinos Transliteration C: palimpoinos Beta Code: pali/mpoinos

English (LSJ)

παλίμποινον,
A retributive, δίκαι Max.17.
II παλίμποινα, τά, retribution, repayment, A.Ch.793 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 449] wieder vergeltend, τὰ παλίμποινα, die Vergeltung, Rache, Aesch. Ch. 782.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. qui châtie en retour ; τὰ παλίμποινα ESCHL châtiment, vengeance.
Étymologie: πάλιν, ποινή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμποινος -ον [πάλιν, ποινή] subst. τὰ παλίμποινα = vergelding.

Greek Monolingual

παλίμποινος, -ον (Α)
1. αυτός που ανταποδίδει, εκδικητικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παλίμποινα
ανταπόδοση, εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ποινος (< ποινή)].

Greek Monotonic

πᾰλίμποινος: -ον (ποινή), εκδικητικός· παλίμποινα, τά, εκδίκηση, εξόφληση, αποπληρωμή, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμποινος: -ον, ὁ ἀνταποδίδων, ἐκδικητικός, δίκαι Μάξιμ. π. καταρχ. 17. ΙΙ. παλίμποινα, τά, ἀνταπόδοσις, πληρωμή, ἐκδίκησις, Αἰσχύλ. Χο. 793.

Middle Liddell

πᾰλίμ-ποινος, ον, [ποινη]
retributive: παλίμποινα, ων, τά, retribution, repayment, Aesch.