περικήδομαι: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikidomai | |Transliteration C=perikidomai | ||
|Beta Code=perikh/domai | |Beta Code=perikh/domai | ||
|Definition= | |Definition=to [[be very anxious]] or [[concerned about]], c. gen., 'Οδυσσῆος Od.3.219; ἀνδρῶν σικαίων περικαδόμενοι Pi.''N.''10.54; <b class="b3">π. τινὶ βιότου</b> [[take care of]] his substance for him, Od.14.527. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] (s. [[κήδω]]), sehr besorgt od. bekümmert sein, τινός, um Einen, Ὀδυσῆος περικήδετο, Od. 3, 219; οἷ βιότου, 14, 527; [[μάλα]] δικαίων περικαδόμενοι, Pind. N. 10, 54. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] (s. [[κήδω]]), sehr besorgt od. bekümmert sein, τινός, um Einen, Ὀδυσῆος περικήδετο, Od. 3, 219; οἷ βιότου, 14, 527; [[μάλα]] δικαίων περικαδόμενοι, Pind. N. 10, 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. épq.</i> περικήδετο;<br /><b>1</b> [[prendre soin de]] : τινι βιότου OD prendre soin de qqn pour veiller sur ses biens;<br /><b>2</b> prendre soin de, s'inquiéter de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κήδομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-κήδομαι, Dor. περικᾱ́δομαι, imperf. 3 sing. περικήδετο, zich bekommeren om, met gen.: οἱ βιότου περικήδετο hij zorgde voor zijn levende have Od. 14.527. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικήδομαι:''' дор. [[περικάδομαι]] (κᾱ) (только praes. и impf.) горячо заботиться (τινος Hom., Pind.): π. βιότου τινί Hom. заботиться о чьем-л. имуществе. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικήδομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[ἀνήσυχος]], περίφροντις [[περί]] τινος, | |lstext='''περικήδομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[ἀνήσυχος]], περίφροντις [[περί]] τινος, μετὰ γεν., Ὀδυσσῆος Ὀδ. Γ. 219· ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. 10. 99· χαῖρε δ’ Ὀδυσσεὺς [[ὅττι]] ῥὰ οἱ - βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος, ἔχαιρε δὲ ὁ Ὀδυσσεὺς ὅτι ἐν ἀπουσίᾳ [[αὐτοῦ]] ὁ [[συβώτης]] Εὔμαιος ἐφρόντιζε διὰ τὴν περιουσίαν του Ὀδ. Ξ. 527. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικήδομαι:''' αποθ. μόνο στον ενεστ., [[φροντίζω]] υπερβολικά ένα [[πρόσωπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· <i>περικήδομαί τινι βιότου</i>, [[προσέχω]] την [[ζωή]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''περικήδομαι:''' αποθ. μόνο στον ενεστ., [[φροντίζω]] υπερβολικά ένα [[πρόσωπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· <i>περικήδομαί τινι βιότου</i>, [[προσέχω]] την [[ζωή]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=only in pres.]<br />Dep. to be [[very]] [[anxious]] [[about]] a [[person]], c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to [[take]] [[care]] of a [[living]] for him, Od. | |mdlsjtxt=only in pres.]<br />Dep. to be [[very]] [[anxious]] [[about]] a [[person]], c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to [[take]] [[care]] of a [[living]] for him, Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
to be very anxious or concerned about, c. gen., 'Οδυσσῆος Od.3.219; ἀνδρῶν σικαίων περικαδόμενοι Pi.N.10.54; π. τινὶ βιότου take care of his substance for him, Od.14.527.
German (Pape)
[Seite 579] (s. κήδω), sehr besorgt od. bekümmert sein, τινός, um Einen, Ὀδυσῆος περικήδετο, Od. 3, 219; οἷ βιότου, 14, 527; μάλα δικαίων περικαδόμενοι, Pind. N. 10, 54.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. épq. περικήδετο;
1 prendre soin de : τινι βιότου OD prendre soin de qqn pour veiller sur ses biens;
2 prendre soin de, s'inquiéter de, gén..
Étymologie: περί, κήδομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κήδομαι, Dor. περικᾱ́δομαι, imperf. 3 sing. περικήδετο, zich bekommeren om, met gen.: οἱ βιότου περικήδετο hij zorgde voor zijn levende have Od. 14.527.
Russian (Dvoretsky)
περικήδομαι: дор. περικάδομαι (κᾱ) (только praes. и impf.) горячо заботиться (τινος Hom., Pind.): π. βιότου τινί Hom. заботиться о чьем-л. имуществе.
Greek (Liddell-Scott)
περικήδομαι: ἀποθ., εἶμαι ἀνήσυχος, περίφροντις περί τινος, μετὰ γεν., Ὀδυσσῆος Ὀδ. Γ. 219· ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. 10. 99· χαῖρε δ’ Ὀδυσσεὺς ὅττι ῥὰ οἱ - βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος, ἔχαιρε δὲ ὁ Ὀδυσσεὺς ὅτι ἐν ἀπουσίᾳ αὐτοῦ ὁ συβώτης Εὔμαιος ἐφρόντιζε διὰ τὴν περιουσίαν του Ὀδ. Ξ. 527.
English (Autenrieth)
ipf. περικήδετο: care greatly for, take good care of; τινός, γ 21, Od. 14.527.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. περικάδομαι Α
φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κήδομαι «φροντίζω»].
Greek Monotonic
περικήδομαι: αποθ. μόνο στον ενεστ., φροντίζω υπερβολικά ένα πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· περικήδομαί τινι βιότου, προσέχω την ζωή κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
only in pres.]
Dep. to be very anxious about a person, c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to take care of a living for him, Od.