ἀπονίναμαι: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aponinamai
|Transliteration C=aponinamai
|Beta Code=a)poni/namai
|Beta Code=a)poni/namai
|Definition=Med., fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο <span class="bibl">Il.24.556</span>, 3pl. ἀποναίατο <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>132</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>211</span> (lyr.); inf. ἀπόνασθαι <span class="bibl">A.R.2.196</span>; part. ἀπονήμενος <span class="bibl">Od.24.30</span>: later aor. I ἀπωνάμην <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>52</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.89C.</span>:—<b class="b2">have the use</b> or [[enjoyment of]] a thing, ἧς ἥβης ἀπόνητο <span class="bibl">Il. 17.25</span>; <b class="b3">τῶνδ' ἀπόναιο</b> [[mayest]] thou <b class="b2">have joy of</b> them, ib.<span class="bibl">24.556</span>; τιμῆς ἀπονήμενος Od. l.c.; μηδέ ποτ' ἀγλαΐας ἀποναίατο <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>211</span>: without gen., <b class="b3">ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> married her but [[had]] no [[joy]] [of it], <span class="bibl">Od.11.324</span>; <b class="b3">θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> ib.<span class="bibl">17.293</span>, cf. <span class="bibl">16.120</span>; πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο <span class="bibl">Hdt.1.168</span>.</span>
|Definition=Med., fut. ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο Il.24.556, 3pl. ἀποναίατο ''h.Cer.''132, S.''El.''211 (lyr.); inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196; part. ἀπονήμενος Od.24.30: later aor. I ἀπωνάμην Luc.''Am.''52, Procl.''in Alc.''p.89C.:—[[have the use]] or [[enjoyment of]] a thing, ἧς ἥβης ἀπόνητο Il. 17.25; <b class="b3">τῶνδ' ἀπόναιο</b> [[mayest]] thou [[have joy of]] them, ib.24.556; τιμῆς ἀπονήμενος Od. [[l.c.]]; μηδέ ποτ' ἀγλαΐας ἀποναίατο S.''El.''211: without gen., <b class="b3">ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> married her but [[had]] no [[joy]] [of it], Od.11.324; <b class="b3">θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> ib.17.293, cf. 16.120; πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο [[Herodotus|Hdt.]]1.168.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀπονίναμαι''': μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀπονήμην, [[ἀπόνητο]] Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. [[ἀπόναιο]] Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, [[ἀπολαύω]] [[αὐτοῦ]], ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ [[ἀπόναιο]], «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· [[τιμῆς]] [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική [[συχνάκις]] παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε [[Θησεύς]]... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη [[ὅμως]], Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ [[ἀπόνητο]] Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.
|dgtxt=(ἀπονίνᾰμαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. ἀπονήσεται <i>h.Merc</i>.543; ép. aor. rad. atem. ἀπόνητο <i>Od</i>.11.324, A.R.1.88, opt. 2<sup>a</sup> sg. [[ἀπόναιο]] <i>Il</i>.24.556, 3<sup>a</sup> plu. ἀποναίατο <i>h.Cer</i>.132, S.<i>El</i>.211, inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196, part. [[ἀπονήμενος]] <i>Od</i>.24.30; tard. aor. sigm. ἀπωνάμην Luc.<i>Am</i>.52, Procl.<i>in Alc</i>.89, D.Chr.1.46, 66.26]<br />[[tener el uso o placer]] de una cosa, [[disfrutar]], [[sacar provecho]] c. gen. ἧς ἥβης <i>Il</i>.17.25, τιμῆς <i>Od</i>.24.30, <i>h.Cer</i>.132, ἀγλαΐας S.<i>El</i>.211, ἐδωδῆς A.R.2.196, δωτίνης A.R.1.88, κρίσεως Luc.l.c.<br /><b class="num">•</b>Ἁρμονίης Nonn.<i>D</i>.3.114, ἀλλήλων δ' ἀπόναντο Musae.343, c. prep. y gen. ἐκ τούτων <i>PMasp</i>.151.178 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. [[sacar provecho]] en uso formulario ἦγε μέν, οὐδ' ἀπόνητο se casó con ella, pero no le aprovechó</i>, <i>Od</i>.11.324, θρέψε μέν, οὐδ' ἀπόνητο <i>Od</i>.17.293, πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168, ἀπώνατο λέγειν Procl.<i>in Alc</i>.89, οὐδὲν ἀπώνατο D.Chr.1.46, cf. 66.26, ἀπόνασθαι· ἀπολαῦσαι, κατατρυφᾶν Hsch.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ’ ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀνίνημι]].
|btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ' ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀνίνημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονίνᾰμαι:''' [[извлекать пользу]], [[пользоваться]], [[наслаждаться]] (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=(ἀπονίνᾰμαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. ἀπονήσεται <i>h.Merc</i>.543; ép. aor. rad. atem. ἀπόνητο <i>Od</i>.11.324, A.R.1.88, opt. 2<sup>a</sup> sg. [[ἀπόναιο]] <i>Il</i>.24.556, 3<sup>a</sup> plu. ἀποναίατο <i>h.Cer</i>.132, S.<i>El</i>.211, inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196, part. [[ἀπονήμενος]] <i>Od</i>.24.30; tard. aor. sigm. ἀπωνάμην Luc.<i>Am</i>.52, Procl.<i>in Alc</i>.89, D.Chr.1.46, 66.26]<br />[[tener el uso o placer]] de una cosa, [[disfrutar]], [[sacar provecho]] c. gen. ἧς ἥβης <i>Il</i>.17.25, τιμῆς <i>Od</i>.24.30, <i>h.Cer</i>.132, ἀγλαΐας S.<i>El</i>.211, ἐδωδῆς A.R.2.196, δωτίνης A.R.1.88, κρίσεως Luc.l.c.<br /><b class="num">•</b>Ἁρμονίης Nonn.<i>D</i>.3.114, ἀλλήλων δ' ἀπόναντο Musae.343, c. prep. y gen. ἐκ τούτων <i>PMasp</i>.151.178 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. [[sacar provecho]] en uso formulario ἦγε μέν, οὐδ' ἀπόνητο se casó con ella, pero no le aprovechó</i>, <i>Od</i>.11.324, θρέψε μέν, οὐδ' ἀπόνητο <i>Od</i>.17.293, πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168, ἀπώνατο λέγειν Procl.<i>in Alc</i>.89, οὐδὲν ἀπώνατο D.Chr.1.46, cf. 66.26, ἀπόνασθαι· ἀπολαῦσαι, κατατρυφᾶν Hsch.
|lstext='''ἀπονίναμαι''': μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀπονήμην, [[ἀπόνητο]] Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. [[ἀπόναιο]] Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, [[ἀπολαύω]] αὐτοῦ, ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ [[ἀπόναιο]], «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· [[τιμῆς]] [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική [[συχνάκις]] παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε [[Θησεύς]]... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη [[ὅμως]], Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ [[ἀπόνητο]] Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονίνᾰμαι:''' Μέσ. ([[ὀνίνημι]]), μέλ. <i>-ἀπ-ονήσομαι</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[ἀπόνητο]]· γʹ ενικ. ευκτ. [[ἀπόναιο]], γʹ πληθ. <i>ἀποναίατο</i>· μτχ. [[ἀπονήμενος]]· έχω τη [[χρήση]] ή την [[απόλαυση]], την [[τέρψη]] ενός πράγματος, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως [[συχνά]] παραλείπεται, [[ἦγε]] μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]], την παντρεύτηκε [[αλλά]] δεν γνώρισε καμία [[χαρά]] από το [[γεγονός]] αυτό (ή από τη [[γυναίκα]] αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ [[ἀπόνητο]] (ενν. <i>τῆς πόλεως</i>), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπονίνᾰμαι:''' Μέσ. ([[ὀνίνημι]]), μέλ. <i>-ἀπ-ονήσομαι</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[ἀπόνητο]]· γʹ ενικ. ευκτ. [[ἀπόναιο]], γʹ πληθ. <i>ἀποναίατο</i>· μτχ. [[ἀπονήμενος]]· έχω τη [[χρήση]] ή την [[απόλαυση]], την [[τέρψη]] ενός πράγματος, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως [[συχνά]] παραλείπεται, [[ἦγε]] μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]], την παντρεύτηκε [[αλλά]] δεν γνώρισε καμία [[χαρά]] από το [[γεγονός]] αυτό (ή από τη [[γυναίκα]] αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ [[ἀπόνητο]] (ενν. <i>τῆς πόλεως</i>), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονίνᾰμαι:''' извлекать пользу, пользоваться, наслаждаться (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[have]] the use or [[enjoyment]] of a [[thing]], c. gen., Hom., Soph.; but the gen. is often omitted, ἦγε μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]] married her but had no joy [of it], Od.; οὐκ ἀπώνητο (sc. τῆς πόλεως) Hdt.
|mdlsjtxt=to [[have]] the use or [[enjoyment]] of a [[thing]], c. gen., Hom., Soph.; but the gen. is often omitted, ἦγε μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]] married her but had no joy [of it], Od.; οὐκ ἀπώνητο (''[[sc.]]'' τῆς πόλεως) Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονίνᾰμαι Medium diacritics: ἀπονίναμαι Low diacritics: απονίναμαι Capitals: ΑΠΟΝΙΝΑΜΑΙ
Transliteration A: aponínamai Transliteration B: aponinamai Transliteration C: aponinamai Beta Code: a)poni/namai

English (LSJ)

Med., fut. ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο Il.24.556, 3pl. ἀποναίατο h.Cer.132, S.El.211 (lyr.); inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196; part. ἀπονήμενος Od.24.30: later aor. I ἀπωνάμην Luc.Am.52, Procl.in Alc.p.89C.:—have the use or enjoyment of a thing, ἧς ἥβης ἀπόνητο Il. 17.25; τῶνδ' ἀπόναιο mayest thou have joy of them, ib.24.556; τιμῆς ἀπονήμενος Od. l.c.; μηδέ ποτ' ἀγλαΐας ἀποναίατο S.El.211: without gen., ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο married her but had no joy [of it], Od.11.324; θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο ib.17.293, cf. 16.120; πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168.

Spanish (DGE)

(ἀπονίνᾰμαι)
• Morfología: [fut. ἀπονήσεται h.Merc.543; ép. aor. rad. atem. ἀπόνητο Od.11.324, A.R.1.88, opt. 2a sg. ἀπόναιο Il.24.556, 3a plu. ἀποναίατο h.Cer.132, S.El.211, inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196, part. ἀπονήμενος Od.24.30; tard. aor. sigm. ἀπωνάμην Luc.Am.52, Procl.in Alc.89, D.Chr.1.46, 66.26]
tener el uso o placer de una cosa, disfrutar, sacar provecho c. gen. ἧς ἥβης Il.17.25, τιμῆς Od.24.30, h.Cer.132, ἀγλαΐας S.El.211, ἐδωδῆς A.R.2.196, δωτίνης A.R.1.88, κρίσεως Luc.l.c.
Ἁρμονίης Nonn.D.3.114, ἀλλήλων δ' ἀπόναντο Musae.343, c. prep. y gen. ἐκ τούτων PMasp.151.178 (VI d.C.)
abs. sacar provecho en uso formulario ἦγε μέν, οὐδ' ἀπόνητο se casó con ella, pero no le aprovechó, Od.11.324, θρέψε μέν, οὐδ' ἀπόνητο Od.17.293, πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168, ἀπώνατο λέγειν Procl.in Alc.89, οὐδὲν ἀπώνατο D.Chr.1.46, cf. 66.26, ἀπόνασθαι· ἀπολαῦσαι, κατατρυφᾶν Hsch.

French (Bailly abrégé)

seul. Moy. f. ἀπονήσομαι, ao. ἀπωνάμην;
tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ' ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.
Étymologie: ἀπό, ὀνίνημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονίνᾰμαι: извлекать пользу, пользоваться, наслаждаться (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονίναμαι: μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν οὐδαμοῦ εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἄνευ αὐξήσ. ἀπονήμην, ἀπόνητο Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. ἀπόναιο Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. ἀπονήμενος Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, ἀπολαύω αὐτοῦ, ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ ἀπόναιο, «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· τιμῆς ἀπονήμενος Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική συχνάκις παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε Θησεύς... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη ὅμως, Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ ἀπόνητο Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.

Greek Monolingual

ἀπονίναμαι (Α)
ευχαριστιέμαι με κάτι, απολαμβάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ονίναμαι «απολαμβάνω βοήθειας, ευχαριστιέμαι»].

Greek Monotonic

ἀπονίνᾰμαι: Μέσ. (ὀνίνημι), μέλ. -ἀπ-ονήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἀπόνητο· γʹ ενικ. ευκτ. ἀπόναιο, γʹ πληθ. ἀποναίατο· μτχ. ἀπονήμενος· έχω τη χρήση ή την απόλαυση, την τέρψη ενός πράγματος, απολαμβάνω κάτι, με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως συχνά παραλείπεται, ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο, την παντρεύτηκε αλλά δεν γνώρισε καμία χαρά από το γεγονός αυτό (ή από τη γυναίκα αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ ἀπόνητο (ενν. τῆς πόλεως), σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to have the use or enjoyment of a thing, c. gen., Hom., Soph.; but the gen. is often omitted, ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο married her but had no joy [of it], Od.; οὐκ ἀπώνητο (sc. τῆς πόλεως) Hdt.